«Ποιος να είσαι, ναυαγέ; Ο Λεόντιχος εδώ σε βρήκε,
κουφάρι ξεβρασμένο στ’ ακρογιάλι και σε έθαψε σε τούτονα τον τάφο,
δακρύζοντας και για την δική του εφήμερη ζωή.
Γιατί το ξέρει πως κάποτε κι αυτός θα ξεβραστεί,
καθώς σαν γλάρος ταξιδεύει στις θάλασσες».
Και θαύμαζε όλο και πιο μαγεμένος το αρχαίο τετράστιχο
που είχε χρειαστεί κοντά τριάντα χρόνια για να καταλάβει
τι μετάθεση σπαρακτική κουβαλά μέσα του,
πόσο φόβο και πόση αγωνία για τον επίκηρον βίον,
πόσην μνήμη και πόση οδύνη για το πεπρωμένο των ανθρώπων.
Κι όταν έπεφτε η νύχτα έκλαιγε με λυγμούς
για κείνον τον Λεόντιχο
που κήδευσε ό ίδιος τον εαυτό του
θάβοντας το ναυαγισμένο σώμα ενός ξένου.
Παράβαλε: Τίς, ξένος ω ναυηγέ…