Δε λέω τ’ όνομά του, γιατί ντρέπομαι.
Ήταν ο πιο λεβέντης γάτος της γειτονιάς,
τον έφθειραν ο πόλεμος κι ο έρωτας.
Μήνες ολόκληρους, χωρίς φαΐ και ύπνο,
γύριζε κουρέλι απ’ τις πληγές.
–Αν δεν τον κόψετε, δε θα ζήσει, είπε ο γιατρός.
Τώρα είναι άλλος. Απόμακρος, γαλήνιος,
μεγαλόπρεπος πάντα, ολύμπιος αλλά
θεατής. Βλέπει να σφάζονται
αδιάφορος. Τρώει, συλλογίζεται, κοιμάται.
Κι εγώ που πήρα, γι’ αυτόν, την απόφαση
δέκα φορές τη μέρα χαίρομαι, και δέκα λυπάμαι.