Βρέχει. Κι εκείνη ακούει τη βροχή. Αλήθεια
την ακούει; Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα
στ’ άκουσμα της βροντής. Αγέρωχη
ατενίζει τη στιγμή. Εγώ
που ήρθα απ’ το βαθύ νερό, μοιάζει να λέει,
δεν σας φοβάμαι εσάς, χορεύτριες σταγόνες.
Εγώ που βγήκα απ’ τον βαθύ λυγμό,
τι από σας να φοβηθώ, ρηχά
ουράνια δάκρυα;