Ήσουν από πριν εκεί.
Έστεκες στην άκρη του κάδρου.
Κι όταν άνοιξε η μεγάλη κουβέντα για την απροσδιοριστία των ήχων
–θέμα που πάντα απασχολεί όσους ακούνε τα όνειρα–
κατέβηκες αργά
επίμονες εκκλήσεις πείνας άρχισες να γρατζουνάς
νότες κρουστές ροκάνιζες στα πλήκτρα.
Μεγάλωσες γρήγορα, σου έλειψε ο αέρας
και τώρα τεντώνεσαι στο πεζούλι της αυλής.
Το σπίτι χαμηλό, έξι και πολλά τέταρτα οι ώρες
φόρεσες και τα μαύρα τα καλά τα ρούχα του πατέρα
λουστρίνια σκαρπίνια στ’ αρθρόποδα άκρα
κρύφτηκαν οι τομές, χαϊδεύω απαλά τις εγκοπές
ξαπλώνω στο πλάι σου
ο ώμος, βλέπεις, γερός και η εξάντληση μεγάλη.
Χωρίς παράσιτο πια το μεγάλο μας πιάνο
ζωγραφίζει στα κενά διαστήματα
ξεκλειδώνει τα μέτρα στην ίδια πάντα θέση του ασβέστη
γιατί ένα σφουγγάρι κινούμενο είναι η μνήμη
την παρτιτούρα συνέχεια σβήνει
κι ό,τι απομένει
η μουσική.
Σοφία Περδίκη
Από τη συλλογή Το αιώνιο αίνιγμα (2020)