Περίμενε να γεράσει για να βγει στην ποίηση. Κοίταξε
πίσω ή μπροστά; Έκλεισε την πόρτα του πιάνοντας
μολύβι και χαρτί. Το πρωί γράφει από φως, τις νύχτες
από σκοτάδι, και στο μεσοδιάστημα κυκλώνεται από ομίχλη.
Έπρεπε να γεράσει για να στοχαστεί τον έρωτα.
Κοίταξε πίσω ή μπροστά; Έκλεισε την καρδιά του πιάνοντας
το υπονοούμενο. Το πρωί γράφει από χαρά, τις
νύχτες από λύπη, και στο μεσοδιάστημα μετρά απώλειες.
Έφτασε να γεράσει για να δει τον κόσμο. Κοίταξε πίσω
ή μπροστά; Έκλεισε κάθε λογαριασμό πιάνοντας τελικά την προσευχή.
Το πρωί γράφει απ’ τον θεό, τις νύχτες απ’ τον διάβολο,
και στο μεσοδιάστημα εξερευνά την άγνοια.
Ήτανε να γεράσει για να μπει στην ποίηση. Κοίταξε
πίσω ή μπροστά; Άνοιξε τα μάτια του δίνοντας νόημα
στα χέρια. Το πρωί γράφει στίχους, τις νύχτες τούς
διαλύει, και στο μεσοδιάστημα παίζει με τις λέξεις.
Από τη συλλογή, Συµπληγάδες γενεθλίων