Γιατί δεν βγαίνω κι εγώ να περπατήσω κάτω από τα ανθισμένα δένδρα στον ήλιο;

Κάθε πρωί ξημερώματα, που κάθομαι στο γραφείο μου, μπροστά στο άσπρο χαρτί, απερίγραπτη δυσφορία με κυριεύει. Τι είναι αυτή η μανία και γράφω; Ποιος με σπρώχνει; Ποιος είναι μέσα μου Αφέντης και εγώ σκλάβος του;

Έξω λάμπει ο ήλιος, μουρμουρίζει η θάλασσα, ανθίζουν οι αμυγδαλιές. Γιατί δεν βγαίνω κι εγώ να περπατήσω κάτω από τα ανθισμένα δένδρα στον ήλιο;

Γιατί τώρα που βασιλεύει ο ήλιος μου να μη ξαπλώνω στην πολυθρόνα μου να κυττάζω τους ανθρώπους που περνούνε χαμένοι στις βαρειές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας;

Ένας δαίμονας είναι μέσα μου, που πολλές φορές ψυχανεμίζομαι με τρόμο πως δεν είμαι εγώ.

Εγώ είμαι μονάχα το γαϊδούρι που καβαλικεύει και πάει – που πάει; Αφτός ξέρει έγω δεν ξέρω – με νυματίζει ανέσπλαχνα και προχωρεί.

Αυτή είναι η ζωή μου γέρο παπού, και να το ξέρεις. Κανένας δεν το ξέρει, μα σε σένα το εξομολογούμαι και γι’ αυτό οι βρισιές και οι δόξες δεν μπορούν να με θίξουν.

Έχω το νου μου στο Αφεντικό, που κουβαλάω. Ξέρεις την ιντιάνικη παροιμία; Όποιος καβαλικεύει τίγρι δεν μπορεί να πεζέψει. Μα εγώ έπαθα ακόμη χειρότερο, τίγρι που με καβαλικεύει…

— Νίκος Καζαντζάκης, επιστολή στον Φανουράκη

Σχόλια