Η εξορία (Άρης Δικταίος)

Ω, χαμένος! Ξαφνικά χαμένος, μες σε αβύσσους
που δεν τις φανταζόμουν· κι άλλοτε είχε γίνει
να περιπλανηθώ σε δίβουλη ερημιά. Μα υπήρχε πάντα
ένα σίγουρο χέρι να βοηθήσει την επιστροφή μου
κ’ έμενε πάντα η μνήμη της ερημίας εκείνης
ζωντανή μέσα μου, και πως επιστροφή είχε ο δρόμος
ήξερα· αλλά χαμένος, ξαφνικά χαμένος, τώρα μόνον
ένιωσα πως επιστροφή δεν έχει πάντα ο δρόμος.

Πώς ξαφνικά εξορίστηκα από εμέ τον ίδιο;
Και πώς πια έτσι εξόριστος απ’ ό,τι υπήρξα,
να νοσταλγήσω, τώρα, να γυρίσω στον εαυτό μου
που δεν υπάρχει πια και μήτε βολεί πια ποτέ να υπάρξει;

Όμως υπήρξα κάποτε. Βέβαια, λίγο δεν είναι
να έχεις υπάρξει: Γεγονός που δεν δύνεται ο χρόνος
να πάρει πίσω πια, σα σκεύος που σε γείτονα έχουμε δανείσει!

Μ’ αφού είναι να πεθάνω, έχω κιόλας πεθάνει!
Η ζωή μου έγινε τ’ όνειρο που ο βαθύς ύπνος
είδε της ύπαρξής μου. Τώρα, μετά το θάνατό μου,
τα τελευταία μηνύματά μου στέλνω στους ανθρώπους.

Σχόλια