Τον Μίδα σκέφτομαι βεβαίως. Όπως εσείς.
Το ακόρεστο χρυσάφι που ανθράκευε
Κάθε του άγγιγμα. Ύστερα λέω:
Πώς γύρισε άραγε ανάποδα το θαύμα
Και ό,τι δέχεται το ελάχιστό μας χάδι
Απανθρακώνεται
Σ’ αόρατη αστραπή;
Δεν έχω απάντηση.
Κι ας βλέπω γύρω τους καπνούς
Να εκτυλίσσονται
Σαν ρητορεία μυθεύματος
Περί των εγκοσμίων.
Θωπείας θυμίαμα
Ή το εξώτερον
Που με ανταύγειες χρυσαφιές
Τώρα μηδίζει αγγέλλοντας
Τα ερεβώδη.
Καύση των ζώντων.
Και στρεβλή ετυμολογία
Που όμως λέγει τ’ αληθή
Το άνω θρώσκω.
Σ’ αυτήν την τελετή
Μείνε νηφάλιος:
Το δέρμα σου
κρησφύγετο αφύλαχτο
Στης φλόγας
Την τρεμάμενη
Αφή.