Στα δάση (Τίτος Πατρίκιος)

Ι

Έναν καιρό περπάτησα κι εγώ στα δάση
περισσότερο κυνηγημένος παρά κυνηγός
πολλές φορές κούρνιασα σε μια κουβέρτα
ριγμένη στα κλαδιά ενός σκίνου, άλλες, πιο τυχερός
χώθηκα μες στη βροχή σ’ ένα αντίσκηνο
όμως ποτέ δεν είδα από κοντά ελάφι
κι ας λένε όσοι απλώς το φανταστήκαν
εγώ μονάχα αντίκρισα για μια στιγμή
τα μάτια που γυαλίζαν αλεπούς τη νύχτα
άκουσα το γρήγορο πέρασμα του ασβού –
ελάφια, όπως όλοι, έχω δει κλεισμένα
στους καγκελόφραχτους κλωβούς του Εθνικού Κήπου.

ΙΙ

Στα δάση περπάτησα με σύντροφους και φίλους
μαζί τους έμαθα ν’ αντιστέκομαι στον άνεμο
που πήγαινε να μας σηκώσει, στο χαλάζι
που έπεφτε σαν μαστίγιο, μαζί τους
έμαθα να ξεχωρίζω στα ξεραμένα φύλλα
τον ήχο από τ’ αλλιώτικο βήμα κάθε ανθρώπου
ν’ αφουγκράζομαι, έστω αχνά
τον βηματισμό που ζύγωνε της Ιστορίας,
εκεί με ακλόνητη σιγουριά σχεδιάζαμε
όσα δεν επρόκειτο να συμβούν ποτέ –
ίσως καλύτερα έτσι, αφού η ευτυχία κι αν έρθει
πάντα είναι άλλη απ’ αυτήν που ονειρευόμαστε.

ΙΙΙ

Τα δάση καίγονται με τις μεγάλες πυρκαϊές
που ανάβουν τακτικά το κάθε καλοκαίρι
κι αλλάζει η γύμνια τους με τη φορά του ανέμου
χάνονται οι σύντροφοι στην αρχή, μετά οι φίλοι
με τις απρόβλεπτες παγωνιές ενός βαριού χειμώνα
που αλλάζουν δρόμους και προορισμούς,
μένουμε ελπίζοντας στη φυσική αναδάσωση
δίχως παρεμβάσεις ειδικευμένων σωματείων
ελπίζοντας στην αναβλάστηση αυθόρμητης φιλίας
δίχως σωτήριες πεποιθήσεις, σκοπούς που εξαγιάζουν –
η ελπίδα ωστόσο είναι η πρώτη που πεθαίνει
αν δεν αλλάζει με τις αλλαγές των εποχών.

Σχόλια