Ανάμεσα σε βράχο και φιδόχορτο
γεμάτος όνειρα και χλαλοή σέρνεται ο άνεμος.
Από τη νότια πύλη έρχονται τα πλήθη.
Είναι μαζί τους ο Χολμπάιν, ο Λενάου,
ο Γκριούνεβαλτ, ο Θεοτοκόπουλος,
ο Πασκάλ, ο Σωκράτης, ο νέγρος Γκαλαπάι.
Οι γυναίκες βγάζουν τα μάτια με τα νύχια τους
τα παιδιά καταπίνουν τη σκιά τους ξεφωνίζοντας.
Τέσσερα ήσυχα καρφιά
ένα κεφάλι κρεμασμένο από περίλυπες καμπύλες
και σάρκα να πηδά σαν το μικρό ελάφι.
Πέρα στις έρημες πλαγιές βελάζει θλιβερά
το μισοφτιαγμένο πρόβατο του χρόνου.
Στάχτη ανεβαίνει και στάχτη κατεβαίνει.
Ένας χορός από σιωπή, ένας χορός από θρήνο.
Η θλίψη σαλεύει λόγχες, σαλεύει χαλίκια
σαλεύει ρείκια, τάφους και μυλόπετρες.
Στάχτη από ελιές, στάχτη από θώρακες, στάχτη από κέδρα
ένα βουνό από τρόμο, ένα βουνό από δάκρυ
αμέτρητες παλάμες τρυπημένες
κι η αγωνία από καρφί σε καρφί, από σταγόνα σε σταγόνα
τεντώνει τα ξύλα του σταυρού, τις κορφές των τοίχων
μουσκεύει τα ρουθούνια, τα γόνατα
μουσκεύει τις πέτρες, τα κουνάβια και τα σύγνεφα.
Το χρώμα χάνει το χρώμα του, ο ήχος τον ήχο του.
Γύφτοι απ’ τις καταχνιές χτυπώντας νταϊρέδες και κουδούνια
ξεδιπλώνουν το σάβανο του φεγγαριού.
– Ίνα τι με εγκατέλιπες…
Τ’ άκουσε η Οβριά η Μαρία
το εργόχειρό της παρατάει όπου κεντούσε
τον αρχάγγελο με κρίνους και πυγολαμπίδες
κι έρχεται πατώντας από φραουλιά σε φραουλιά.
– Ιησού μου, Ιησούλη μου.
Τα παιδιά δεν πρέπει να τη δουν πως κλαίει
με τα μαλλιά ξεριζωμένα
μήτε και τα καρφιά ετούτα που δεν έχουν άκρη ν’ αντικρίσουν
καθώς τρυπούνε φλογισμένα τους ζητιάνους, τα καΐκια
τις αλεπούδες, τα δαμάσκηνα, τους τοίχους της μεγάλης Ρώμης
φτάνοντας μέχρι την καρδιά της γης.
– Ιησού μου, Ιησούλη μου.
Τρέχει το αίμα απ’ τις χούφτες του Ιησού και της Μαρίας
τέσσερα καρφιά, τέσσερις ορίζοντες, τέσσερις άνεμοι
τέσσερις πυρκαγιές, τέσσερις καμπάνες, τέσσερις γάγγραινες
τέσσερις άγγελοι, τέσσερις πλανήτες, τέσσερα δισκοπότηρα.
– Ω γλυκύ μου έαρ!
Το φεγγάρι γίνεται μισό από ξίδι, μισό από χολή.
– Άφες αυτοίς.
Η θάλασσα γίνεται μισή από ξίδι, μισή από χολή.
– Άφες αυτοίς.
Το πλήθος σύγνεφο πικρό.
– Τετέλεσται!
Η σελήνη μένει ακίνητη για πάντα.
Τα ποτάμια σταμάτησαν για πάντα.
– Τετέλεσται!
Η λόγχη, το στεφάνι, το σφουγγάρι
πάντα η αγωνία και για πάντα
τα καρφιά και πάλι και πάντα και για πάντα.
Τετέλεσται.
Γιώργος Καφταντζής, από τη συλλογή Ουράνια στάχυα (1952)