Ο βίος μου (Βασίλης Ρώτας)

Ο βίος μου ήταν όλο τίμιες προθέσεις και πόθους αγνούς,
οι δρόμοι της ζωής μου μάτιαζαν σκοπούς σοβαρούς.
Μεγάλα προσπάθησα, ωραία κι αληθινά,
χέρια και γόνατα έσπρωξα προς πράματα υψηλά.
Τα όσα λίγα πέτυχα δεν τα φύλαξα για τα παιδιά μου,
δεν έβαλα κέρδη στη μπάντα για τα γερατειά μου.
Δεν έπιασα τόπο να τον φράξω με συρματόπλεγμα αγκαθωτό,
δεν έχτισα πύργο με πολεμίστρες, να κρύψω μέσα θησαυρό.
Στη γη, όπου πέρασα, πάτησα ελαφρά, με συστολή,
συμμάζεψα και τον ίσκιο μου, όπου έγειρα το κορμί.
Δε θα βγει σκύλος να μου γαβγίσει καταγγελία,
ούτε μυρμήγκι να κλαφτεί, για προστυχιά μου ή κακία.
Ακολούθησα σημαίες αγώνων για Ειρήνη και Λευτεριά
και βγήκα μπροστά στους κιντύνους μ’ αποφασισμένη καρδιά.
Στις θυσίες προχώρησα πάντα με τόλμη σεμνή,
δίχως να ξεφεύγω δεξόζερβα ή να φυλάω πισινή.
Όταν όλοι γύρω μου κλαίγανε με χαμένον τον νου,
φώναξα «θάρρος!» κι η φωνή μου ήτανε σάλπισμα σωσμού.
Στους αγώνες έμπαινα όλο πρώτος στη μάχη με ορμή,
στα βραβεία έμενα όλο τελευταίος, όταν όλα είχαν μοιραστεί.
Για τον ίδρωτα του μόχτου μου δε ζήτησα ούτε λεφτό,
για το αίμα, που ’χυσα απ’ το κορμί μου, ούτ’ ευχαριστώ.
Ποτέ δεν επεθύμησα να γίνω αρχηγός ή διευθυντής,
μα οι άλλοι στους κινδύνους μ’ έβαζαν επικεφαλής.
Οι κυνηγημένοι μ’ ευλόγησαν με δάκρυα χαμογελώντας,
οι σκλάβοι με κάλεσαν στο τραπέζι τους τραγουδώντας.
Συνέβγαλα ξόδια φτωχά, σπανά κι εξευτελισμένα,
με πένθος σιωπηλό και βήματα λυπημένα.
Θλιμμένοι με πήραν στα σπίτια τους με μουγγή χαρά,
με κοίμισαν στα στρωσίδια τους με μισόλογα τρυφερά.
Απ’ όποια χωριά πέρασα, σε όποιες μπήκα αυλές,
όλοι μου χαμογέλασαν, τα σκυλιά μού κούνησαν τις ουρές.
Μου ’δωσαν οι φτωχοί το ψωμί τους,
οι γυναίκες την αγάπη τους,
τα παιδιά τη χαρά τους·
αν με ρωτάτε, ανθρώποι, σας το λέω με δάκρυα,
ναι, η ζωή ’ναι ωραία!

Σχόλια