Και μου ‘λεγες πως είσαι αυτή π’ αναστενάζει
όταν εισχωρούν εντός σου ποταμόπλοια, καΐκια
κι ανοχύρωτοι άνθρωποι που θαλασσολογούν.
Θάλασσα με παράθυρα, με φυλλωσιές και κόλπους,
όπως ο κόλπος γυναικός που ξέρει κι άλλα κόλπα
(όπως τα κόλπα γυναικών μ’ εργόχειρα και χάδια).
Θα σου συνάξω νούφαρα, ανθούς απ’ αγιοκλήματα,
λιμάνια μες στα αίματα, κήπους μες στις αυλές σου
στις αλυκές του κόρφου σου, όπου θα κατοικήσω.
Θενά κατέβω τρεις φορές στον τόπο σου και πάλι
για να κερδίσω άλλην μιαν ανάμνηση μ’ εσένα,
να τη στολίσω μ’ όνειρα, σπιθίσματα του ήλιου
κι άπλετο φως να χύνεται στου σώματος την ώρα.