Η Φαρμακωμένη στον Άδη (Διονύσιος Σολωμός)

L’avvelenata nell’Averno

«Άδη μαύρε, χαιρετώ σε!
δεν εχάρηκε ποτέ
μάτι ανθρώπου για τον ήλιο
καθώς τώρα εγώ για σε.

»Αποκεί που λίγη αγάπη
κι είναι πλάνεμα πολύ,
σε λιγάκι θα κατέβει
ο έρωτάς μου να μ’ ευρεί.

»Χωρίς . . . . .
τ’ όμορφ’ άστρο της αυγής,
άδεια κι άφωνη και μαύρη
η Παράδεισο της γης.

»Μ’ έχει σήμερα μηνύσει:
Λίγην ώρα ακόμα ζω,
κι εκατάπια το φαρμάκι
σαν αθάνατο νερό.

»Όνειρο κοντό για μένα
νιότη, αγάπη και ζωή·
όλα ονείρατα στον κόσμο·
ναι, και ο θάνατος τα λυεί,

»Πώς ευθύς δεν κατεβαίνεις;
Πώς αργείς, γλυκιά ψυχή;
Αχ! το ψυχομάχητό σου
θέλ’ είν’ άγριο και βαρύ.»

Τέτοια, ομπρός στους ίσκιους, όλους
εξυπνούσε τους ηχούς
το τραγούδι ερωτεμένο
και τους έκανε γλυκούς.

Εκοιτούσανε τα χέρια
και το μέτωπο της νιας,
όπου ετρέμαν τα λουλούδια
τα λαμπρά της παρθενιάς.

Ξάφνου ο Άδης μουρμουρίζει·
έπαψ’ η γλυκιά φωνή·
πέφτει τ’ όμορφο κοράσι
στην αγκάλη του εραστή.

Σχόλια