Ήθελε να φωνάξει – δεν άντεχε πια. Κανείς δεν ήταν ν’ ακούσει,
κανείς δεν ήθελε ν’ακούσει. Φοβόταν και ο ίδιος τη φωνή του,
την έπνιγε μέσα του. Η σιωπή του εκρηγνύονταν. Κομμάτια απ’ το σώμα του
τινάζονταν στον αέρα. Αυτός τα μάζευε με πολλή προσοχή, εντελώς αθόρυβα,
τα’ βαζε πάλι στη θέση τους να κλείσει τις οπές. Κι αν έβρισκε τυχαία
μια παπαρούνα, ένα κίτρινο κρινάκι, τα μάζευε κι εκείνα, τα τοποθετούσε
στο σώμα του, σαν δικά του κομμάτια – έτσι διάτρητος, παράξενα ανθισμένος.