Καλοί ’ναι οι σιγομίλητοι ποιητές.
Μα κι οι ψιθυριστοί και οι μινυρίζοντες
και οι κλαψιάρηδες ακόμη
αν είναι άξιοι τεχνίτες, είν’ ωραίοι.
Πολλούς αγάπησα απ’ αυτούς, τόσες φορές
ξενύχτισα επάνω στα γραφτά τους,
του Αναγνωστάκη η Χαμηλή φωνή
έγινε φύλλο και φτερό στα γόνατά μου.
Όμως στον Παρνασσό μου τον προσωπικό,
τον εντελώς δικό μου, δεν τους θέλω.
Δεν πα’ να λεν οι εστέτ και οι γραμματικοί,
άλλους χρειαζόμαστε ετούτο τον καιρό,
κάποιους που να μην μουρμουρίζουν διαρκώς
για τα παθήματά τους τα ιδιωτικά,
αλλά που νά ’χουνε φωνή σφοδρή
και να μην κλείνουνε τα μάτια εμπρός
στην αχρειότητα και τη φτήνια·
και που επιπλέον νά ’ναι σκώπτες, χλευαστές,
από εκείνους που όχι δόξες ή ευκλεή
βραβεία κι έδρανα συλλέγουν, μα γροθιές.
Πρώτον στων Πρώτων τη Χορεία αυτή καλώ
του Διαλόγου τον δημιουργό,
της σοφολογιοσύνης τον βραχνά,
τον άνδρα που έστησε στο γύναιο το αισχρό
έναν αγέραστο καθρέφτη στους αιώνες
και που κατάμουτρα βγήκε να πει στον ψεύτη κόσμο,
σ’ άλλη περίσταση, να βγάλει τον σκασμό.
Πλάι του ισόθρονο βάζω τον ποιητή
των Γυμνασμάτων και των Λύκων·
όποτε χρεία επέστι, εν μέση Αγορά
στεκόταν μόνος του μ’ ένα καμτσίκι
και στους αργούς ριχνόταν και στους φανφαρόνους –
ήξερε εκείνος τον λαό να λιβανίζει
μα όταν υπήρχε λόγος και να τον μουτζώνει.
Τον ποιητή του Μώμου έπειτα καλώ
που περιλάβαινε εθνικόπουλα, γαϊδάρους,
καλαμαράδες, κορωνάτους και μαϊμούδες,
και δίπλα δίπλα του σαν δίδυμο αδελφό,
κι ας τον στοιβάξανε μαζί με τους δανδήδες,
τον ποιητή που τά ’βαλε με τους κανάγιες·
κι ακόμη έν’ άλλον ποιητή ισχυρό,
που σ’ ένα μόνο Απομεσήμερο
ζωγράφισε όλα τα σινάφια της βρωμιάς·
κι εκείνον που σιχτίρισε τα πλήθη,
τ’ απτεροδίποδα που παν μπουσουλιστά
και ρουθουνίζουν χαρωπά –ντέεεε όξ!–
κι όλους εκείνους που μιλήσαν ανοιχτά
για Γλυκοβούρκους και σοκολατόπαιδα,
για μάσες-μπάζες κι αβρογάστορες,
για καθιστόζωα κι ανθρωπάκια του σωλήνα.
Και του Δεκάτου Ενάτου τούς σατιρικούς,
κι όσους μετέπειτα ήρθαν, ποιητές γερούς
που είχαν τα κότσια να σαρκάσουν το κακό,
και τις ανδρείες τις σημερινές φωνές –
και τους μαζεύω και τους δίνω για οδηγό
τον Πάριο Αρχίλοχο, ψηλά στην κορυφή
του Όρους της Τέχνης μας για να τους ανεβάσει.
Γιατί όχι, ο κόσμος δεν τελειώνει θεατρικά,
με κλαψουρίσματα όπως έλεγε ο Θωμάς,
ούτε ταρατατζούμ και βρόντοι τού ταιριάζουν –
περίγελο ήταν κι είναι, έτσι κι αλλιώς,
κι έτσι λοιπόν, περίγελο, ας ψοφήσει·
ούτε με τύμπανα ούτε με λυγμούς,
μα μ’ ένα κράξιμο, μια πρόγκα, ένα βρισίδι.