Ποτέ δεν κάναν λάθος για τον πόνο
Οι Παλιοί Δασκάλοι· πόσο κατάλαβαν τη θέση του
Στην ανθρώπινη ζωή· πώς φτάνει και μας βρίσκει
Την ώρα που ο άλλος τρώει ή ανοίγει ένα παράθυρο ή
έστω περπατάει βαριεστημένα·
Πώς, όταν οι γέροντες προσμένουν, μ’ ευλάβεια και
πάθος,
Το θαύμα της Γέννησης, πρέπει πάντα να υπάρχουν
παιδιά
Που δεν το πολυθέλουν να συμβεί, και γλιστρούν με
παγοπέδιλα
Σε μια λιμνούλα στην άκρη του δάσους.
Ποτέ αυτοί δε λησμόνησαν
Ότι και το πιο φριχτό μαρτύριο πρέπει να συντελεστεί
Με κάποιο τρόπο, σε μια γωνιά, σ’ έναν τόπο λερό
Εκεί που ο σκύλος ζει τη σκυλίσια ζωή του και τ’ άλογο
του βασανιστή
Ξύνει τ’ αθώα του καπούλια σ’ ένα δέντρο.
Στον Ίκαρο του Μπρέγκελ, λόγου χάρη: πώς καθετί
Γυρίζει αμέριμνα την πλάτη στην καταστροφή·
Μπορεί ο ζευγολάτης να τον άκουσε τον παφλασμό,
Την έρημη κραυγή, μα δεν ήταν γι’ αυτόν κακό μεγάλο·
Ο ήλιος έλαμπε, έτσι όπως έπρεπε, πάνω στ’ άσπρα πόδια
Που χάνονταν στο πράσινο νερό·
Και το λεπτοφτιαγμένο ακριβό καράβι,
Που σίγουρα είδε κάτι εκπληκτικό, ένα παιδί να πέφτει
απ’ τον αιθέρα,
Είχε να πάει σε κάποιο προορισμό, και ήσυχα αρμένισε
πέρα.
Δεκέμβριος 1938