Άγγιξέ με ανήθικα, τόσο ανήθικα
που να μοιάζει με στοργή
αργά χωρίς βιασύνη
να γλιστρούν τα ακροδάχτυλά σου
στην χωματένια αύρα μου
και από καφέ να κοκκινίζει
Σπάσε με πάθος τα σύνορα του δέρματος
να εισχωρήσεις μέσα μου
στην απαγορευμένη χώρα
που ζουν μόνο μετανάστες
άστεγοι και κάτι τρομαγμένα χελιδόνια
Μίλα μου με την ωκύπτερη αφή σου
πες μου ότι διψάς
για να στύψω όλα τα σ’ αγαπώ
να τα ρουφήξεις άπληστα
Μίλα μου με το απαλό γρατζούνισμα
των νυχιών σου
πες μου ότι πεινάς
να ξεπαγώσω τις ανάσες μου
και να σε ταΐσω στο στόμα
Μίλα μου με την ίριδα των ματιών σου
πες μου ότι νυστάζεις
για να στρώσω το λίκνο του ασυνειδήτου
και να σε σκεπάσω με την λούτρινη
παιδική μου ανωριμότητα
Και αθάνατοι τώρα πια
να ξεψυχάμε κάθε στιγμή
ο ένας στα χέρια του άλλου