Κύρου, Κλείτος
Ο Κλείτος-Δημήτριος Κύρου (13 Αυγούστου 1921 – 10 Απριλίου 2006) ήταν Έλληνας ποιητής.
Γεννήθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο Κολλέγιο Ανατόλια και τον Σεπτέμβριο του 1939 εισήχθη στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα (1951-1983) . Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 1974 μέχρι το 1976.
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1944, στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα, αρχικά με μεταφράσεις ξένων, κυρίως Άγγλων, ποιητών. Ως ποιητής εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το ποίημα Προσμονή στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Φοιτητής , τχ. 3 (5.5.1945). Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Αναζήτηση, Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής. Συνεργάστηκε με πλήθος περιοδικών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα περιοδικά Ξεκίνημα, Φοιτητής, Ελεύθερα Γράμματα, Διαγώνιος, Ο Αιώνας μας, Κοχλίας, Νέα Πορεία, Κριτική, Εντευκτήριο. Το σύνολο της ποιητικής του δουλειάς εκδόθηκε στη συλλογή Εν όλω, Συγκομιδή 1943-1997, Άγρα, Αθήνα 1997. Το 1988 τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Τα πουλιά και η αφύπνιση, το οποίο δεν δέχτηκε. Το 1992 τιμήθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας για τη μετάφραση του έργου τού Κρίστοφερ Μάρλοου Δόκτωρ Φάουστους και το 1994 του απονεμήθηκε το Α’ Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για την τραγωδία τού Σέλεϊ Οι Τσέντσι. Το 2005 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε για το σύνολο του ποιητικού του έργου, το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρωσικά, πολωνικά, βουλγαρικά και αραβικά.
To 1969 παντρεύτηκε την Φιλιώ Αγγελίδου. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, την Ελένη (1970) και τον Γιώργο (1971).
Πέθανε στις 10 Απριλίου 2006 στο σπίτι του στην οδό Αθανασίου Σουλιώτη 2.
Ο Κλείτος Κύρου ανήκει στην Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά, αν δεχτούμε τον χωρισμό της μεταπολεμικής ποίησης σε γενιές και δεν την θεωρήσουμε, μαζί με τον Βύρωνα Λεοντάρη «μια ενότητα σε ταραχή και ακαταστασία». Αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση σε σχέση με τη λεγόμενη «ποίηση της ήττας» και την ιδιαιτερότητα αυτή αποτυπώνει πολύ εύστοχα ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, όταν λέει ότι ο Κύρου κάνει μια ποίηση «κοινωνικού προβληματισμού από σκοπιά ατομικής συνείδησης».Ξεκινώντας από έναν λυρισμό που εξαρχής αρνείται κάθε αισθηματολογία, ο Κύρου μετατοπίζεται αργά και σταθερά προς μια λιτότητα και μια ξηρότητα έκφρασης που απηχεί τη μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας, και μαζί πολλών παλιών του φίλων, στη μεταπολεμική εποχή. Ο ποιητής, αφού καταγγέλλει οργισμένα και προφητικά στις Κραυγές της νύχτας την αλλοτρίωση, επιστρέφει στους Κλειδάριθμους στους χαμηλούς τόνους, τους οποίους θα διατηρήσει ως το πέρας του βίου του, προσπαθώντας να διαφυλάξει τόσο τη διαύγεια της όρασης όσο και την καίρια λέξη – να σημειώσουμε στο σημείο αυτό πόσο επίκαιρες ακούγονται σήμερα οι Κραυγές του, πόσο περιγράφουν οικεία για μας δεινά. Οι καβαφικοί ή οι καρυωτακικοί κατ’ άλλους τόνοι χαρακτηρίζουν την περίοδό του ακολουθεί μετά τις Κραυγές, σφραγίζοντας μια επιλογή μόνωσης που οδηγεί στη δραστική λιτότητα και πύκνωση σε ένα λόγο εσώστροφο και την ίδια στιγμή σταθερά προσανατολισμένο στον άλλον, του παρελθόντος,του παρόντος και του μέλλοντος.
Βαθύς γνώστης της ξένης ποίησης και λογοτεχνίας και δεινός μεταφραστής της, ο Κύρου επηρεάζεται από τους μεγάλους τους οποίους μεταφράζει, αλλά δεν τους μιμείται: στο έργο του αισθανόμαστε την αύρα ενός πολυσυλλεκτικού μοντερνισμού, που συναιρεί με ευθυβολία, όπως αποδεικνύει η εμβέλεια του ποιητικού ιδιόλεκτου του ποιητή, τον αγγλοσαξονικό με τον γαλλικό μοντερνισμό στις ποικίλες εκδοχές τους. Αυτός ο μοντερνισμός χωνεύεται στον λόγο του, στην παράλληλη συνομιλία του με την ελληνική παράδοση, και μας δίνει την ποιητική του ιδιοπροσωπία: λόγος με ψυχή, είτε παθιασμένος είτε συγκρατημένος, λυρικός και/ή δραματικός, ελεγειακός και εξομολογητικός αλλά και αγανακτισμένος, ερωτικός κι εξεγερμένος.
Απόσπασμα από την κριτική του Γιώργου Θέμελη για τις Κραυγές της νύχτας:
«Ο Κλείτος Κύρου τοποθετείται ήδη σ’ ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην εσωτερικότητα μιας υποκειμενικής απομόνωσης και το άνοιγμα προς την κοινωνία. Η έγνοια του μοιράζεται ανάμεσα στο ‘εγώ’ και το ‘εμείς’. Δεν έφτασε στο τελευταίο σκαλί της απογοήτευσης, δεν έστησε ‘τοίχο’. Άνοιξε παράθυρο και βλέπει και ακούει τις ‘κραυγές της νύχτας’. Αν ο Αναγνωστάκης μιλάει μονάχος για λογαριασμό δικό του και των ‘λίγων’, των ‘πολύ λίγων’, όσων έμειναν στο τέλος συνεπείς με τον εαυτό τους και προδόθηκαν και λεηλατήθηκαν, ο Κύρου κάνει την απολογία και την υπεράσπιση της ‘γενιάς’ του, έστω σαν εκπρόσωπός της, θέλει να γίνει η φωνή της. […] Προμηνύεται μια ποίηση κοινωνικού προβληματισμού από σκοπιά ατομικής συνείδησης. Ήδη ο ποιητής αντιμετωπίζει την κοινωνία σε μικρογραφία μιας πολιτείας νυχτωμένης, απ’ όπου εκπέμπονται ‘κραυγές’ από στόματα που συντρίφτηκαν στον τροχό των κοινωνικών αναζυμώσεων, ως να ζητούν δικαιοσύνη και εξαγορά. Ο ποιητής αναλαμβάνει να γίνει ο διερμηνέας και ο υπερασπιστής των με τη δική του ‘κραυγή’ μέσα στις άλλες».
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος για τη συλλογή Οι κατασκευές, Αθήνα, Κέδρος, 1980
Και πράγματι, εκείνο που αμέσως διακρίνει κανείς στην πρώτη από τις παραπάνω συλλογές, Τα πουλιά και η αφύπνιση που ωστόσο το πρώτο μέρος της είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του από τον συγκεντρωτικό, υπό τον τίτλο Κατασκευές (1949-1979), τόμο του 1980, είναι μια διάθεση ανυποχώρητου μονωτισμού ο οποίος όμως κρατά πάντα σε μια εγρήγορση, εμφανέστατη, τη μνήμη. Ο εχθρός πλέον εδώ διακρίνουμε να έρχεται με άλλον μανδύα και η έλλειψη ονείρου ωθεί σε μια, σε άλλη βάση πια, εκ νέου προσφυγή στην ποίηση. Μια προσφυγή, που γίνεται σαφέστερη στην αμέσως επόμενη συλλογή του Κλείτου Κύρου με τον δηλώνοντα πολλά τίτλο Περίοδος χάριτος, στις σελίδες της οποίας το φάσμα του θανάτου πλανάται από σελίδα σε σελίδα, θα λέγαμε. Σπαράγματα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τα ποιήματα αυτής της συλλογής, ίσως της πιο μεστής και της πιο ζοφερά αληθινής από όλε τις μέχρι τώρα του Κλείτου Κύρου.
Ο Γιάννης Βαρβέρης για τη συλλογή Κλειδάριθμοι:
[…] Οι Κλειδάριθμοι (1963), σημαντικότατος σταθμός στην πορεία του Κύρου, ας αποκληθεί εδώ, μπορεί και λίγο αστόχαστα, βιβλίο αποστασιοποίησης, Το πρότερο πληθωρικό συναίσθημα περνάει τώρα μια αυστηρή επεξεργασία απόσταξης. Το προϊόν της είναι συμπαγές, ενιαίο, γνήσιο – μια έντονα προσωπική κατάσταση, καθώς πιστεύω.
Το ποιητικό βλέμμα θεωρεί και επιθεωρεί τα πράγματα, ο λόγος οικονομείται μέχρι και την κρυπτικότητα, το βίωμα παρίσταται πλέον ως λόγος περισσότερο συμπερασματικός. Εδώ, το ύφος του Κύρου χαρακτηρίζεται από την ευεργετική ξηρότητα του βωμού πόνου, εκείνου που έχει κατακαθίσει πια σε σοφία ζωής και έχει μεταλλαχθεί σε φιλοσοφική ενατένιση ακόμη και των ατομικών πληγών. Αν τώρα κάτι περισώζεται από κείνες τις παλαιότερες εναγώνιες «κραυγές της νύχτας» είναι μονάχα, όπως ομολογείται, «ρίζες αλλοτινών κραυγών» […]
- Πίστη (Κλείτος Κύρου)