Σπένσερ, Έντμουντ
Ο Έντμουντ Σπένσερ (Edmund Spenser, 1552 – 1599) ήταν Άγγλος ποιητής, διάσημος για το επικό – φανταστικό ποίημά του Η Νεραϊδοβασίλισσα (The Faerie Queene), το οποίο αποτελεί αλληγορία της βασιλείας της Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας. Θεωρείται από τους μεγάλους τεχνίτες και ανανεωτές του αγγλικού στίχου και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της ελισαβετιανής εποχής και γενικότερα της αγγλικής λογοτεχνίας, που επηρέασε μείζονες ποιητές όπως τον Τζον Μίλτον και τον Τζον Κητς.
Ο Σπένσερ ήταν γόνος φτωχικής οικογένειας του Λονδίνου, έλαβε ωστόσο την καλύτερη εκπαίδευση της εποχής χάρη και στη βοήθεια του πλούσιου πάτρωνά του, Ρόμπερτ Νόουελ. Σπούδασε αρχικά στο Merchant Taylor’s School, όπου δάσκαλός του υπήρξε ο φημισμένος ανθρωπιστής εκπαιδευτής Ρίτσαρντ Μαλκάστερ και συνέχισε τις σπουδές του στο Pembroke Hall (τώρα Pembroke College) του Καίμπριτζ, όπου συνάντησε και έγινε φίλος με τον Γκέιμπριελ Χάρβεϋ, ο οποίος τον επηρέασε στα πρώτα του ποιήματα, όπως ήταν Το Βουκολικό Ημερολόγιο (The Shepheardes Calender, 1579). Πήρε το πτυχίο του το 1576 και εργάστηκε για λίγο διάστημα ως γραμματέας του Τζον Γιανγκ, Επισκόπου του Ρότσεστερ.
Στη συνέχεια, τέθηκε πιθανότατα στην υπηρεσία του Ρόμπερτ Ντάντλεϋ, 1ου Κόμη του Λέστερ, μιας από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες της Αυλής της Βασίλισσας Ελισάβετ. Την περίοδο αυτή πιθανότατα γνώρισε τον ανιψιό του κόμη, Σερ Φίλιπ Σίντνεϋ, με τον οποίον μοιραζόταν κοινά λογοτεχνικά ενδιαφέροντα και στον οποίο αφιέρωσε το “Βουκολικό Ημερολόγιο”. Μαζί με τον Σίντνεϋ και μερικούς άλλους στενούς φίλους δημιούργησαν ένα ανεπίσημο σωματείο, τον Άρειο Πάγο (Areopagus), για την προαγωγή και ανάπτυξη της αγγλικής ποίησης.
Το 1580, ο Σπένσερ αποδέχτηκε θέση ως γραμματέας του Λόρδου Γκρέϋ ντε Ουίλτον, ο οποίος ορίστηκε αντικυβερνήτης της Ιρλανδίας και ο ποιητής τον ακολούθησε. Όταν ο Λόρδος μετακλήθηκε στο Λονδίνο, ο ποιητής δεν επέστρεψε στην Αγγλία, αλλά παρέμεινε στην Ιρλανδία, όπου και εγκαταστάθηκε σχεδόν για το υπόλοιπο της ζωής του. Στην Ιρλανδία άσκησε διάφορα δημόσια αξιώματα και απέκτησε σημαντική κτηματική περιουσία.
Το 1586 ο Σερ Φίλιπ Σίντνεϋ τού παραχώρησε το Κάστρο Κιλκόλμαν στην Κομητεία Κορκ. Εκεί συναντήθηκε (ή συναντήθηκε εκ νέου) με τον Σερ Ουόλτερ Ράλεϋ, που κατείχε μια γειτονική γαιοκτησία, στην οποία διέμενε κατά την παραμονή του στην Ιρλανδία. Μαζί επέστρεψαν στο Λονδίνο το 1589, όπου ο ποιητής επιμελήθηκε τη δημοσίευση, το 1590, των τριών πρώτων βιβλίων της Νεραϊδοβασίλισσας, που αφιέρωσε στη Βασίλισσα Ελισάβετ, η οποία του χορήγησε αντιμισθία πενήντα λιρών ανά έτος.
Τα επόμενα χρόνια ο ποιητής δημοσίευσε διάφορα έργα του, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο με τον τίτλο Complaints Containing Sundry Small Poems of the World’s Vanitie. Τα πιο διάσημα εξ αυτών είναι τα Προσωποποιία (Prosopopoia, or Mother Hubberd’s Tale) και Μυιόποτμος (Muiopotmos, or the Fate of the Butterfly), τα οποία είναι παραμύθια που υποκρύπτουν πολιτική σάτιρα.
Αφού παρέμεινε περίπου δύο χρόνια στο Λονδίνο, ο ποιητής επέστρεψε στην Ιρλανδία to 1591. Οι εμπειρίες του από την παραμονή στην Αυλή και το ταξίδι πίσω στην Ιρλανδία εντυπώθηκαν στο ποίημά του Colin Clout’s Come Home Again (1595). Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύτηκαν τα σονέτα με τίτλο Amoretti και το Επιθαλάμιον (Epithalamion), και τα δύο εμπνευσμένα από την ερωτική σχέση και τον (δεύτερο) γάμο του (1594) με την Ελίζαμπεθ Μπόυλ. Όντας στην Ιρλανδία, δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο, εκτός από τα Complaints, και το Daphnaïda (1596). Το 1596 δημοσιεύτηκαν επίσης τα τρία επόμενα βιβλία της Νεραϊδοβασίλισσας (μαζί με τα αρχικά τρία), οι Τέσσερεις Ύμνοι (Four Hymns) και το Προθαλάμιον (Prothalamion).
Το 1598 ο πύργος του στην Ιρλανδία λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε κατά τη διάρκεια της ιρλανδικής εξέγερσης του Χιου Ο’ Νηλ, ενώ ο ποιητής είχε καταφύγει εντός των τειχών του Κορκ. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ταξίδεψε στο Λονδίνο, κομίζοντας γράμματα από τους πολιορκημένους Άγγλους αξιωματούχους. Εκεί πέθανε στις 13 Ιανουαρίου του 1599 και τάφηκε στο Αββαείο του Ουέστμινστερ στη ‘Γωνιά των Ποιητών’, πλάι στo μνήμα του Τσώσερ. Η φήμη του αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου. Το 1609 δημοσιεύθηκε νέα έκδοση της Νεραϊδοβασίλισσας, που περιείχε και τα λεγόμενα The Mutabilitie Cantos, και το 1611 εξεδόθησαν in folio τα Άπαντά του.