Χέλντερλιν, Φρίντριχ
Ο Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαίλντερλιν (Johann Christian Friedrich Hölderlin, 20 Μαρτίου 1770 – 7 Ιουνίου 1843) ήταν Γερμανός λυρικός ποιητής. Το έργο του γεφυρώνει την κλασική σχολή στη λογοτεχνία με τη ρομαντική.
Βασανιζόμενος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από ψυχική νόσο, υπέφερε από μεγάλη μοναξιά, και συχνά περνούσε τον χρόνο του παίζοντας πιάνο, ζωγραφίζοντας, διαβάζοντας και γράφοντας, ενώ πραγματοποιούσε και ταξίδια όποτε του δινόταν η ευκαιρία.
Ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν γεννήθηκε στο Λάουφεν, στις όχθες του ποταμού Νέκαρ (Laufen am Neckar), που ανήκε τότε στο Δουκάτο της Βυρτεμβέργης, από τον γάμο του Χάινριχ Φρήντριχ Χαίλντερλιν και της Γιοχάννα Κριστιάνε Χαίλντερλιν, το γένος Γκοκ. Σαν πατέρα, ωστόσο, αγάπησε τον Γιόχαν Κρίστιαν Γκοκ, νέο σύζυγο της μητέρας του, από το 1774, δύο χρόνια έπειτα από τον θάνατο του πατέρα του, τον Ιούνιο του 1772. Από τον πρώτο γάμο της μητέρας του είχε αποκτήσει μία αδελφή, τη Ρίκε (Μαρία Ελεωνόρα Χαϊνρίκε Χαίλντερλιν), ενώ από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του απέκτησε έναν ετεροθαλή αδελφό, τον Καρλ Κρίστιαν Φρήντριχ Γκοκ, το μόνο από τα τέσσερα παιδιά της μητέρας του, από τον δεύτερό της γάμο, που επέζησε τη βρεφική ηλικία. Το κλίμα πένθους που επικρατούσε στο σπίτι κατά τα παιδικά του χρόνια γέννησαν μέσα του πρώιμη «κλίση προς το πένθος», όπως εξομολογείται σε γράμμα προς τη μητέρα του, το 1799.
Αφού τελείωσε τη Λατινική Σχολή του Νύρτινγκεν, όπου ήταν συμμαθητής με τον κατά πέντε χρόνια νεότερό του Φρήντριχ Σέλλινγκ, εισήχθη, το φθινόπωρο του 1784, όντας προορισμένος για ιερέας, σε μοναστηριακή σχολή στο Ντένκεντορφ, και δύο χρόνια αργότερα, το 1786, στην ανώτερη μοναστηριακή σχολή του Μάουλμπρον. Εκεί γνώρισε, το 1787, και τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη Λουίζα Ναστ, την οποία και αρραβωνιάστηκε. Αρραβώνας που θα διαλυόταν την άνοιξη του 1790, με την αναγγελία του ποιητή, προς τη Λουίζα, της «ακλόνητης πρόθεσής» του (unerschütlicher Vorsatz) να μην τη ζητήσει σε γάμο. Σε επιστολή που έστειλε προς τη Λουίζα, το Μάρτιο του 1790, γίνεται λόγος για επιθυμία του να παραμείνει ελεύθερος, αν και σε ορισμένες φράσεις της επιστολής διαφαίνεται προαίσθημά του πως δεν μπορούσε να κάνει ευτυχισμένη τη Λουίζα.
Το 1788 έφυγε από το Μάουλμπρον και εγκαταστάθηκε στην Τυβίγγη, όπου πραγματοποίησε ανώτατες θεολογικές σπουδές στο Tübinger Stift. Εκεί γνώρισε τους Λούντβιχ Νόιφερ και Ρούντολφ Μάγκεναου, άριστους χειριστές του έμμετρου λόγου, οι οποίοι θα ασκούσαν σημαντική πνευματική και ηθική επίδραση στο Χαίλντερλιν, αλλά και τον Γκόντχολτ Στόυντλιν, στο ετήσιο φιλολογικό Ημερολόγιο του οποίου εξέδωσε ποιήματα της σειράς Ύμνοι της Τυβίγγης (Tübinger Hymnen). Στην Τυβίγγη, ο Χαίλντερλιν έσμιξε ξανά και με τον Σέλλινγκ, αλλά γνώρισε και τον Χέγκελ. Με τον τελευταίο, ο Χαίλντερλιν θα διατηρούσε φιλία που θα ξεπερνούσε την τριετή διαμονή του στην Τυβίγγη· θα ξανασυναντιόντουσαν στη Φραγκφούρτη, όπου θα εξασφάλιζε στον Χέγκελ θέση οικοδιδασκάλου. Αλλά και κατά τα χρόνια στην Τυβίγγη ανέπτυξαν στενή φιλία μεταξύ τους, αφού ο Χαίλντερλιν κατάφερε να ξυπνήσει τον ποιητή ακόμη και στον φιλόσοφο της διαλεκτικής της ιστορίας, όπως φανερώνει και ποίημα σε ελεύθερο ρυθμό που ο τελευταίος αφιέρωσε στο Χαίλντερλιν.
Το 1793, ο Χαίλντερλιν, αν και είχε γράψει πολλά ποιήματα, παρέμενε ακόμη άσημος. Έχοντας εγκαταλείψει τα γερμανικά στιχουργικά μέτρα, κι έχοντας υιοθετήσει αρχαιοελληνικα μέτρα στην ποίησή του, στράφηκε πλέον σε λεπτομερή επιμέλεια των ποιημάτων του, γεγονός που οφείλεται σε σταδιακή αναθεώρηση της άποψής του για τη γλώσσα, την οποία άρχισε να βλέπει ως μέγα κοσμογονικό βίωμα. Σημαντική για την ποιητική του εξέλιξη ήταν η γνωριμία του με τον Φρίντριχ Σίλερ, ο οποίος βοήθησε τον Χαίλντερλιν στη σταδιοδρομία του, εξασφαλίζοντάς του θέση οικοδιδασκάλου στο σπίτι της πρώην ερωμένης του Σαρλόττας φον Καλμπ (Charlotte von Kalb). Την ίδια εποχή, ο Σίλερ συναντούσε στην Ιένα τον Γκαίτε· ο Χαίλντερλιν ήταν παρών, συχνάζοντας στο σπίτι του Σίλερ. Όπως αναφέρεται, μάλιστα, σε γράμμα προς το φίλο του Κρίστιαν Λούντβιχ Νόιφερ, ο Σίλερ του σύστησε κάποια μέρα «έναν ξένο», αλλά ο Χαίλντερλιν δεν ξεχώρισε το όνομά του:
«Ψυχρά, σχεδόν χωρίς να τον κοιτάξω, τον χαιρέτησα, και ήμουν, εσωτερικά και εξωτερικά, απασχολημένος μόνο με τον Σίλερ. Ο ξένος, για πολλή ώρα, δεν είπε λέξη. Ο Σίλερ έφερε τη Θάλεια, όπου είχε τυπωθεί ένα απόσπασμα από τον Υπερίωνα, και το ποίημά μου για το Πεπρωμένο (an das Schicksaal), και μας έδωσε το τεύχος. Όταν ο Σίλερ, μια στιγμή αργότερα, απομακρύνθηκε, ο ξένος πήρε το περιοδικό από το τραπέζι, όπου στεκόμουνα, ξεφύλλισε πλάι μου το Απόσπασμα και δεν είπε λέξη. Αισθάνθηκα να γίνομαι ολοκόκκινος. Αν γνώριζα ό,τι γνωρίζω τώρα, θα γινόμουν χλωμός σαν πτώμα…»
Ο «ξένος» αυτός ήταν ο Γκαίτε.
ον Ιανουάριο του 1795 ο Χαίλντερλιν αποφασίζει να σταματήσει τα μαθήματα στον γιο της Σαρλόττας φον Καλμπ. Ετσι, στα τέλη Μαΐου φεύγει από την Ιένη και επιστρέφει στο Νύρτινγκεν, στη μητέρα του, μόνο όμως για να ξαναφύγει το 1794 για τη Φραγκφούρτη. Τον Ιανουάριο του επόμενου έτους πραγματοποιείται ένα γεγονός-ορόσημο για τη ζωή και την ποίηση του Χαίλντερλιν: η γνωριμία με τη Σουζέττε Γκόνταρτ, στο σπίτι της οποίας εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος. Παρόλο που ήταν παντρεμένη με τον Γιάκομπ Φρήντριχ Γκόνταρτ, ο Χαίλντερλιν ερωτεύτηκε με ιδιότυπο τρόπο τη Σουζέττε. Η τελευταία θα γινόταν για το Χαίλντερλιν σύμβολο του μεγάλου και κοσμογονικού μυστικού του έρωτα, του μέλλοντος του ανθρώπινου γένους έπειτα από το Ρομαντισμό, αλλά και ταυτόχρονα μια απτή ανθρώπινη ύπαρξη. Στον Υπερίωνα της δίνει μάλιστα το προσωνύμιο «Διοτίμα», όπως η ιέρεια στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Παρόλο που το ίνδαλμα της εξιδανικευμένης ποιητικής μορφής της «Διοτίμας» είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στην ποίηση του Χαίλντερλιν πριν ακόμη γνωρίσει τη Σουζέττε Γκόνταρτ, εντούτοις ήταν αυτή που το έκανε να ωριμάσει μέσα του.
Την ίδια περίοδο γνώρισε και τον Βίλχελμ Χάινσε, συγγραφέα του μυθιστορήματος Αρτινγκέλλο και τα ευδαίμονα νησιά, ο οποίος διατηρούσε στενή σχέση με την οικογένεια και στον οποίο θα αφιέρωνε αργότερα το ποίημα «Άρτος και Οίνος» («Brod und Wein»). Ο Χάινσε παγίωσε μέσα του την αγάπη για την Ελλάδα, ενώ τον βοήθησε να απεγκλωβίσει την οπτική του από τις επίκαιρες επαναστατικές ιδέες.
Τον Ιούλιο του 1796 η Σουζέττε εγκαταλείπει τη Φραγκφούρτη, συνοδευόμενη από τα παιδιά της, καθώς και τους Χαίλντερλιν και Χάινσε. Μαζί παρέμειναν για λίγο καιρό στο Κάσσελ και περισσότερο στο Ντρίμπουργκ της Βεστφαλίας. Το ταξίδι αυτό βοήθησε τον ποιητή να αλλάξει τον τρόπο θέασης του ιστορικού γίγνεσθαι, αποβάλλοντας το προσωπείο του ρομαντικού επαναστάτη, για να ενατενίσει νηφάλια τον κόσμο και τον χρόνο· η «επανάσταση» έγινε για τον ίδιο μέγα εσωτερικό βίωμα, ανίκανο να χωρέσει στο Παρόν. Με τη μεταστροφή αυτή δεν είναι άσχετο και το γεγονός της αυτοκτονίας του φίλου του από τα χρόνια στην Τυβίγγη Γκότχολτ Στόιντλιν. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του σε επιστολή του προς τον ετεροθαλή του αδελφό τον Οκτώβριο του 1796:
«Όταν θα με ξαναδείς, θα με βρεις λιγότερο στο επαναστατικό καθεστώς… Εδώ και λίγο καιρό, είμαι πολύ σιωπηλός (sehr stille) απέναντι των όσων συμβαίνουν γύρω μας.».
Το Σεπτέμβριο του 1798, ο Χαίλντερλιν ξαφνικά εγκατέλειψε την οικία των Γκόνταρτ στη Φραγκφούρτη, λόγω ζήλειας του συζύγου απέναντι στο πρόσωπό του και υποψίας ερωτικής σχέσης του Χαίλντερλιν με τη Σουζέττε. Είναι γενικά άγνωστο αν προκλήθηκε κάποιο επεισόδιο που ανάγκασε τον ποιητή να φύγει, ωστόσο είναι φανερό πως η στάση του συζύγου απέναντι στον οικοδιδάσκαλο άλλαξε άρδην. Ύστερα από συμβουλή του φίλου του Ισαάκ φον Σίνκλαιρ, ο Χαίλντερλιν νοίκιασε σπίτι στο Χόμπουργκ, ενώ τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε συναντήσεις με τη Σουζέττε, η οποία, συντετριμμένη από τον απότομο αποχωρισμό τους, του πρότεινε να κρατήσουν μυστική αλληλογραφία, κάτι το οποίο τελικά και συνέβη. Διατήρησαν αλληλογραφία που αντάλλασσαν μέσω ενός φράχτη στο κτήμα Άντλερφλύχτχεν, μέχρι τον Μάιο του 1800, οπότε, αποφασίζοντας να είναι αυτή η τελευταία τους συνάντηση, αποχωρίζονται για πάντα.
«Τώρα, θα ‘ρθεις! Όλος ο τόπος είναι βουβός κι άδειος χωρίς εσένα! …Κι όταν έρθεις! είναι επίσης δύσκολο να κρατήσω την ισορροπία μου και να μη νιώθω πολύ ζωηρή…στο τέλος, θα πρέπει να ξαναγίνουμε ήρεμοι, γι’ αυτό ας ξαναπάρουμε, με πεποίθηση, τον δρόμο μας και να νιώθουμε ακόμη ευτυχείς, μέσα στον πόνο μας, ευχόμενοι να ‘ναι ακόμη, για μας, μακρύς, πολύ μακρύς, γιατί μέσα του νιώθουμε τέλεια γενναίοι…Έχε γεια! Έχε γεια! Η ευλογία των ουρανών να ‘ναι μαζί σου!»
Αυτές είναι οι τελευταίες φράσεις που έγραψε βιαστικά η Σουζέττε προς το Χαίλντερλιν. Στις 22 Ιουνίου 1802, τρία χρόνια μετά την έκδοση του β΄ μέρους του Υπερίωνα, η Σουζέττε Γκόνταρτ έφυγε από τον κόσμο, σε ηλικία 33 ετών, από φυματίωση. Η είδηση του θανάτου της θα προκαλούσε τα πρώτα σημάδια κλονισμού της διανοητικής ισορροπίας του Χαίλντερλιν.
Το Σεπτέμβριο του 1806 ο Ισαάκ φον Σίνκλαιρ αναγκάστηκε να μεταφέρει τον Χαίλντερλιν σε φρενολογική κλινική στην Τυβίγγη. Είχε προ πολλού αρχίσει να παρουσιάζει παροξυσμούς, αλλά η υγεία του έβαινε προς το καλύτερο. Έτσι, η θεραπεία στο φρενοκομείο ήταν μάλλον επιβλαβής για τον ίδιο, και θα ήταν ακόμη περισσότερο αν ένας συχνός του επισκέπτης στην κλινική, ο Ερνστ Τσίμμερ (Ernst Zimmer), δεν λάμβανε την πρωτοβουλία, το καλοκαίρι του 1807, να τον περιθάλψει στο σπίτι του. Ο Χαίλντερλιν έμεινε με τον Τσίμμερ, ο οποίος φρόντιζε παράλληλα να πληροφορεί τη μητέρα του ποιητή για την κατάστασή του, άλλα 36 χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1843.