Λαπαθιώτης, Ναπολέων
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (31 Οκτωβρίου 1888 – 7 Ιανουαρίου 1944) ήταν Έλληνας ποιητής του μεσοπολέμου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, τη νύχτα προς τα ξημερώματα σε ένα σπίτι της πλατείας Αγίων Θεοδώρων. Άρχισε την συγγραφή και έκδοση ποιημάτων από ένδεκα χρονών. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν κυπριακής καταγωγής, ενώ η μητέρα του ήταν ανιψιά του Χαρ. Τρικούπη. Ο πατέρας του, που είχε ασχοληθεί με την ποίηση, ήταν μαθηματικός και ανώτατος στρατιωτικός και έγινε υπουργός των εξωτερικών το 1909 και αργότερα βουλευτής. Το 1907 μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες ίδρυσαν το περιοδικό Ηγησώ.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και το 1909 πήρε δίπλωμα νομικής, αλλά ποτέ δεν άσκησε το επάγγελμα. Το έργο του βρίσκεται σκορπισμένο σε περιοδικά. Η μοναδική του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1939. Ο θάνατός του ήρθε από αυτοκτονία το 1944 βρίσκοντάς τον φτωχό και καταπονημένο από τα ναρκωτικά. Ζούσε σε σπίτι κάτω από το λόφο του Στρέφη.
Το κινηματογραφικό έργο Μετέωρο και σκιά (1985) βασίζεται στην ζωή του.
Επί χρόνια ολόκληρα, πριν ακόμα, εκδώσει το μοναδικό βιβλίο των ποιημάτων του, o Ναπολέων Λαπαθιώτης ήταν από τους μετρημένους συντελεστές της ποιητικής κίνησης στον τόπο μας και οι στίχοι του γνώρισαν τo ευρύτερο κοινό που μπορούσε να διαθέτει ή Ελλάδα. Γιος του στρατηγού Λαπαθιώτη, γεννήθηκε το 1891 στην Αθήνα. Διαπλασόπoυλο κι αυτός, όπως οι περισσότεροι ομότεχνοι της γενιάς του, έκαμε την πρώτη φιλολογική του εμφάνιση με το περιοδικό του Παπαδοπούλου κι ύστερα, επισημότερα, από τις στήλες της «Ηγησώς». Εσπούδασε νομικά, άλλα κυρίως αφοσιώθηκε στη ζωγραφική, τη μουσική και τις ξένες γλώσσες—αγγλικά, γαλλικά, Ιταλικά — γλώσσες απ’ τις όποιες μετέφερε στη δική μας θαυμάσιες φιλολογικές σελίδες.
Αργότερα συνεργάστηκε στα περιοδικά «Παναθήναια», «Πυρσός» «Νουμάς», «Ανεμώνη», «Μπουκέτο», «Πειθαρχία», «Εικονογραφημένη της Ελλάδος», «Νέα Εστία», «Νεοελληνικά Γράμματα», «Πειραϊκά Γράμματα».
Ένας θρύλος, άλλοτε ανυπόστατος, άλλοτε πιθανός, εσκέπαζε τη ζωή του. Τραβηγμένος σ’ ευγενικήν απομόνωση, κάτω από πέπλα φαντασίας και ωραιοπάθειας, ζούσε με τα βιβλία, τις σκιές, τη σιωπή και τις αναμνήσεις. Όλα γύρω του ήσαν απήχηση των συναισθημάτων του. Το κλίμα που ανέπνεε ήταν κλίμα μιας άλλης εποχής και ή πραγματικότητα, εισχωρώντας κάποτε ως εκεί, μεταβαλλόταν σε όνειρο. Εκεί μέσα κυοφορήθηκαν οι ποιητικές του εμπνεύσεις.
Άπλες και συγκινημένες, διακριτικά ελεγειακές, με τόνους λυγρούς και απαλά ισορροπημένους στη μουσική ευαισθησία. Ή έξαρση τους συγκρατημένη στα όρια της ποιητικής αξιοπρέπειας, οι εικόνες ήρεμες, η θλίψη ψιθυριστή, κι από κάτω, υπόστρωμα, ή ρομαντική εγκαρτέρηση. Διάθεση πού κραδαίνεται απ’ το μυστικό ρίγος πού πάντοτε διατρέχει τη γνήσια ποίηση.
«Η μουσική της, έγραφε ο Μήτσος Παπανικολάου, συγκρατημένη, γεμάτη μελαγχολία και γλύκα, υπερβολικά γλυκεία μερικές φορές, πού αντηχεί πάντοτε γοητευτικά στο αυτί και πού φτάνει μόνη της για να μεταμορφώσει το κείμενο και να το κάνει μια ψιθυριστή εκμυστηρευσητικήν άποψη τής φύσεως, παρά στην καθαρά εσωτερική της ουσία. Το τοπίο του, ζωηρά γραφικό, εικονίζεται με έντονους λεκτικούς χρωματισμούς της ψυχής, μια εκμυστήρευση που δεν γίνεται με λόγια, μα με ήχους και με εικόνες, και πού βρίσκει αμέσως την ανταπόκριση της στη δική μας
Η ευαισθησία του Λαπαθιώτη ενδιαφέρεται για όλες τις δυστυχίες του περιβάλλοντος, συγκινείται ιδιαίτερα από το δράμα του θανάτου κι εντρυφά στο γοητευτικό πέρασμα τής παιδικής ηλικίας, πού ή ρευστή, από μνήμη και ολβιότητα, ουσία της, γεμίζει πολλές ώρες ονειροπολήσεων. (Το ρομάντσο της παιδικής του ζωής εδημοσίευσε με άλλα στοιχεία αυτοβιογραφίας στο «Μπουκέτο» του 1940). Ένα ακόμα προτέρημα του Λαπαθιώτη είναι ή άψογη χρησιμοποίηση των μέσο» της τεχνικής, η ποικιλία και το ευλύγιστο τής στιχουργικής του, ή επίμονη επεξεργασία, ώσπου το ποίημα να προσλάβει την ομαλή του μορφή — αποτέλεσμα καλού γούστου και δοκιμασμένης πείρας, πού πολύ συνετέλεσαν ώστε να διατηρεί τη φήμη ένας ποιητή από τους περισσότερον αντιπροσωπευτικούς των νεώτερων χρόνων.
Έκτος από τους στίχους, εδημοσίευσεν ακόμη αισθητικές μελέτες, φιλοσοφικούς στοχασμούς, κριτικές, και μια νουβέλα (Νέα Εστία) με τον τίτλο «Κάπου περνούσε μια φωνή».
Κατά τη διάρκεια τής Κατοχής, πληγωμένος βαθύτατα και ξεχασμένος σε περήφανη αλλά οδυνηρή εγκατάλειψη, προτίμησε την αιωνία σιγή προς την όποια και έφυγεν αυτοχειριασθείς, τη νύχτα τής 7ης προς την 8ην Ιανουαρίου 1944. Κηδεύτηκε, κατά την επιθυμία του, μετά τέσσερις μέρες και με έξοδα πού συγκεντρώθηκαν από έρανο.
Η ιδέα του θεληματικού θανάτου του έγινεν οδυνηρότατα έμμονη στο τέλος του 1943 και την τραγούδησε με σειρά τραγουδιών. Εκείνο πού σχεδιάζονταν μέσα του σαν πένθιμο προοιώνισμα ελεγειακής ιδιοσυγκρασίας, στερεώθηκε, βρεμένο από την πίκρα των γεγονότων, σε θανατερή απελπισία, λίγο ύστερα από την κατοχή. Χάνοντας τα κτήματα του της Πάτρας έμεινε δίχως εισόδημα. Χάνοντας τον πατέρα του, έμεινε χωρίς συντροφιά. Αδέξιος ο ίδιος για την πρακτική ζωή, έπεσε θύμα επιτήδειων και ύποπτων προσώπων, που αγόραζαν τα βιβλία του, τα έπιπλα του, τα μπιμπλώ του — μικρούς πολύτιμους θησαυρούς, αποκτήματα τής άκρας καλαισθησίας του, για τα όποια καμώνονταν τώρα πώς δεν τον ενδιαφέρουν, πως άδικα πιάνουν χώρο… Έμεινε μόνος, πολύ μόνος, σ’ ένα σπίτι πού άδειαζε, στο παλιό σπίτι — φρούριο των Εξαρχείων, με τον απάνω όροφο σκοτεινό και ακατοίκητον, με το ισόγειο εξίσου σκοτεινό, με τα παράθυρα σφαλισμένα, με την ψυχή του άδεια. Πιο οξύ, ωστόσο, επήγαζε το πένθος από μέσα του. Το κατοχικό δράμα ταυτίζονταν με την εσωτερική αγωνία του, πού τη διέχεε, με την έξαρση των ναρκωτικών, σε τεχνητούς κόσμους φαντασίας, όπου εκέρδιζαν άλλην απόχρωση και η ένταση των απαγορευμένων παθών του και ο τρόμος τής πληγωμένης του ευπάθειας. Ο Λαπαθιώτης είχε γίνει πλέον σκιά, μια νυχτοδίαιτη εξαΰλωση με τη χλωμή διαφάνεια του θανάτου που τον ζούσε μέσα του πολύ πριν του δοθεί.
Μοναχή συντροφιά σου μένει ή θύμηση τώρα,
το στοιχείο του σπιτιού σου,
όλο πάει να σημάνει κι αναβάλλεται η ώρα του στέρνου λυτρωμού σου…
τον τραγούδησεν ή Μυρτιώτισσα. Ώσπου ό λυτρωμός ήρθε — ένας μαύρος εραστής για τον ίδιον και μια τραγική επισημοποίηση τής ποιητικής του ειλικρίνειας. Της ειλικρίνειας που είχεν άλλοτε επιβάλει τον Καρυωτάκη, μα που εδώ — φαίνεται πως και ή σύμπτωση των ευνοϊκών περιστάσεων αποτελεί έναν απ’ τους παράγοντες τής επιβολής— εδώ πέρασε απαρατήρητη. Είχε γίνει τόσο φτηνό πράγμα η ζωή, στην περίοδο της κατοχής!
— Ανθολογία Περάνθη, τόμος τέταρτος
Έργα
— «Οι Περιπέτειες του Κονστάν Λαβρέτ» ημιτελές μυθιστόρημα (πρωτόλειο)
— «Νέρων ο Τύραννος», 1901 θεατρικό παιδικό έργο, που το τύπωσε ο πατέρας του
— «ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ», άρθρο στο Νουμά 1916
— Ναπολέων Λαπαθιώτης: «Ο Δημοφών κι ο θάνατος» (από το: «Οι νέοι διηγηματογράφοι», Επιμέλεια: Α. Δ. Παπαδήμα, Εκδοτικός οίκος «Αθηνά» Αρ. Ι. Ράλλη, Ευριπίδου 6, Αθήναι 1923, σελ. 272).
— «Η Ζωή μου», ημιτελής αυτοβιογραφία (φτάνει έως το 1917) που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Μπουκέτο το 1940.
— Τα ευρισκόμενα Ν. Λαπαθιώτη, 1964
— Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα, εκδόσεις Ζήτρος, 2001
Βιβλιογραφικά βοηθήματα
— Γ. ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ: Ναπολέων Λαπαθιώτης, π. Νεοελληνικά Γράμματα, φ. 71, 9.4.38.
— Μ. ΔΗΜΑΚΗΣ: Οι τελευταίοι της παράδοσης, Ηράκλειο, 1939.
— Μ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ: Τα ποιήματα, Ν. Εστία, 1940. σ. 968.
— AIM. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ: Τα ποιήματα, εφ. Καθημερινή, 15. 1.40.
— Α. ΙΝΤΙΑΝΟΣ: Τα ποιήματα, π. Κυπριακά Γράμματα, τ. Δ’, 1940, σ. 583.
— Π. ΧΑΡΗΣ: Τρεις ποιηταί, εφ. «Πρωία», 27.5.40.
— Γ. ΧΑΤΖΙΝΗΣ: Τα ποιήματα, π. «Πνευματική Ζωή», 25.5.40.
— Γ. ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ: Με τον Λαπαθιώτη, π. Νεοελληνικά Γράμματα, φ. 190, 20.7.40.
— Γ. ΜΥΛΩΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Τα Ποιήματα, π. Νεοελληνικά Γράμματα, φ. 200, 18.9.40.
— Π. ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ: Ο θάνατος του ποιητή, εφ. Αθηναϊκά Νέα, 10.1.44.
— Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ: Ναπολέων Λαπαθιώτης, εφ. Πρωία, 12.1.44.
— Γ. ΓΕΡΑΛΗΣ: Ναπολέων Λαπαθιώτης, π. Καλλιτεχνικά Νέα, 15.1.44.
— ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ: τ. 35, τεύχ. 398-9 με άρθρο αφιερ. στο Λαπαθιώτη. (ΚΛ. ΠΑΡΑΣΧΟΥ: Ναπολέων Λαπαθιώτης).
— Τ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ: Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά.
— Τ. ΑΓΡΑΣ: Έργον τέχνης.
— Π. ΧΑΡΗΣ: Ένα χρέος.
— Τ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ: Ο ποιητής Λαπαθιώτης, π. Γράμματα, τεύχ. 1, 1944.
— Γ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ: Ν. Λαπαθιώτης, π. «Τέχνη και Ζωή», αρ. 4, 1944.
— Γ. ΒΕΡΙΤΗΣ: Ένας κόσμος που φεύγει, π. «Ακτίνες», τεύχ. 44, Σεπτ. 1944.
— Γ. ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗ: Ναπολέων Λαπαθιώτης, π. «Ο αιώνας μας», Ιανουάριος 1951.
— MIX. ΧΕΛΙΩΤΗΣ: Ν. Λαπαθιώτης, ο εραστής του θανάτου, εφ. Βραδυνή, 8.1.1954.
— ΣΠ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Η πεζογραφία του Λαπαθιώτη, π. «Φιλολ. Πρωτοχρονιά», 1957, σ. 47.
— Σ. ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ: Ένας Μοραΐτης ποιητής, π. «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά», τ. Ε’, 1961, σ. 11-13.
— «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» αφιέρωμα στον Λαπαθιώτη, 15.3.1964
— Δ.Ι. ΠΛΑΓΙΑΝΝΗΣ: «Τα ευρισκόμενα» του Ναπ. Λαπαθιώτη, Ν.Ε., τ. 76, 1964, σ. 1205
— ΞΕΝ. ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ: «Τα ευρισκόμενα» του Ναπ. Λαπαθιώτη, α. 1206
— Τ. ΑΛΑΣΑΚΗΣ: «Ναπ. Λαπαθιώτης», εφ. «Βραδυνή», 22 Φεβρ. 1965
— Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΓΝΗΣ: «Τα ποιήματα και η ιδιωτική ζωή του Ν.Λ.», εφ. «Ελεύθερος», 28 Αυγ. 1965
— Κ. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: «Ν. Λαπαθιώτης», π. «Γυναίκα», 15 Ιουλ. 1970.
— Ανθολογία Περάνθη, τόμος 4ος
— Άρης Δικταίος: Ναπολέων Λαπαθιώτης (Η ζωή του, το έργο του), εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1984
- Είμαι μόνος (Ναπολέων Λαπαθιώτης)
- Ερωτικό (Ναπολέων Λαπαθιώτης)
- Η ψυχή μου (Ναπολέων Λαπαθιώτης)
- Κι έτσι, είναι κάπου μια ψυχή… (Ναπολέων Λαπαθιώτης)
- Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ…. [Αποχαιρετισμοί στη μουσική, II) (Ναπολέων Λαπαθιώτης)
- Σονέτο (Αφιερωμένο στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη) [Μήτσος Παπανικολάου]
- Ψυχή της νύχτας (Ναπολέων Λαπαθιώτης)