Πολυδούρη, Μαρία
Η Μαρία Πολυδούρη (Καλαμάτα, 1 Απριλίου 1902 – Αθήνα, 29 Απριλίου 1930) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής.
Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ο Κώστας Στεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη:
Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία […] Γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση.
Το 1928 κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος».
Το πρώτο άρθρο για την Μαρία Πολυδούρη που βασίζεται στο αρχείο της και το ημερολόγιό της ανήκει στη Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη και είναι δημοσιευμένο στην Ελληνική Δημιουργία 7(1954), σ. 617-624. Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. Έκτοτε επανακυκλοφόρησαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο Βρέχει φως. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασικοί, έντεχνοι και ροκ — ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος (Το ποίημα: “Στον τραγουδιστή”, παρόλο που στον 45 στροφών δίσκο γράφει ποίηση Μαρία Π. Πολυδούρη (και ενώ το πατρώνυμο ήταν Ευγένιος), ανήκει στην Μαρίκα Πίπιζα Μαντζούνη. Έχει δημοσιευθεί στο ετήσιο ημερολόγιο “Ποικίλη Στοά” για το έτος 1912.
Θάνατος
Την επομένη του θανάτου της μια στήλη της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα», στην τρίτη σελίδα, ήταν αφιερωμένη στην πρόωρα χαμένη λογοτέχνιδα. Εκεί αναφέρονταν μεταξύ άλλων τα εξής:
Ο θάνατος αυτός, όσο θλιβερός και αν είνε, γιατί παίρνει μία νέα στην άνθησι της ζωής της και μας στερεί μιας μοναδικής ποιητρίας, που έβαλε τις ωραιότερες και τις πιο ξεσχιστικές κραυγές για την άπονη μοίρα της στη ζωή και στον έρωτα, έρχεται σαν μία ευλογία. Ο Μαίτερλιγκ είπε κάπου ότι ο θάνατος είνε ο μέγας παραγνωρισμένος. Αποδίδουμε σ’ αυτόν την τραγικότητα και τους πόνους της αρρώστειας, ενώ αυτός έρχεται ν’ απλώση την μαρμαρώδη γαλήνη του στο πρόσωπο που συνέσπασε οδυνηρά η ζωή και να σκεπάση με τον πέπλο του μυστηρίου και της σιωπής τις αθλιότητές της. Η ζωή είχε πληγώση βαθύτατα την Μαρίαν Πολυδούρη. Ήταν από τις υπάρξεις εκείνες που γεννιούνται, θάλεγε κανείς, σημαδεμένες για να υποφέρουν. Ό,τι αγάπησε, η ζωή τής το στέρησε. Πλασμένη με μία ψυχή δονούμενη και γεμάτη πάθος, εγνώρισε την μακρά και ύπουλη αρρώστεια που δεν πεθαίνει τον άνθρωπο αμέσως, σαν ένα δέντρο που το χτυπάει ο κεραυνός, αλλά κάθε ημέρα. Τα τραγούδια που έγραψε απηχούν την φρίκη του αργού αυτού και πένθιμου θανάτου ― και την παροξυστική της λύπη για την καθημερινή αυτή διαφυγή της ζωής. Όνειρα, αγάπη, μεθύσι της ζωής ― όλα η αρρώστεια τής τα είχε στερήση. Μάταια έτεινε τα χέρια της προς την ζωή και την αγάπη και τις εκάλεσε με σπαραχτικές κραυγές. Η ζωή και η αγάπη την είχαν εγκαταλείψη. Κουρασμένη να τις καλή, είχε ρίξη στο μαξιλάρι του πόνου της το κεφάλι που έκαιε ο πυρετός και είχε στυλώση τα μάτια της με μία μαγνητισμένη προσήλωσι προς τα εκεί απ’ όπου θαρχότανε Εκείνος ο οποίος θα της έδινε την γαλήνη «που η ζωή είχε διαταράξη». Όλους αυτούς τους τελευταίους μήνες η Μαρία Πολυδούρη περίμενε τον θάνατο σαν μια μεγάλη νύχτα.