Γέιτς, Ουίλιαμ Μπάτλερ
Ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (αγγλ. William Butler Yeats) (13 Ιουνίου 1865, Δουβλίνο – 28 Ιανουαρίου 1939, Γαλλία), γιος του Ιρλανδού ζωγράφου Τζον Μπάτλερ Γέιτς, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αγγλόφωνους ποιητές του 20ού αιώνα. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο και τη μελέτη. Επηρεάστηκε από το γαλλικό συμβολισμό, κατόρθωσε να συγκεράσει το ρομαντισμό με το ρεαλισμό, ενώ στο έργο του διαφαίνεται η αγάπη του για τους μύθους και τις παραδόσεις για την πατρίδα του, Ιρλανδία, καθιερώνοντας το κελτικό “στυλ”, με θέματα από την κελτική μυθολογία, τη μελαγχολία και το μυστικισμό.
Το 1923 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Βιογραφία
Ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς γεννήθηκε στο προάστιο του Σάντιμαουντ στο Νότιο Δουβλίνο. Είχε άλλα τρία μικρότερα αδέρφια, τον Τζακ (1871-1957), την Ελίζαμπεθ (1868-1940) και τη Σούζαν (1866-1949): όλοι τους ακολούθησαν κατά κάποιον τρόπο καλλιτεχνική πορεία. Όταν ήταν δυο ετών, η οικογένειά του μετακόμισε από το Δουβλίνο στο Σλίγκο κι έπειτα στο Λονδίνο λόγω της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του πατέρα, Τζον Μπάτλερ Γέιτς, που ήταν ζωγράφος. Τα παιδιά της οικογένειας έλαβαν μόρφωση κατ’ οίκον, ενώ η μητέρα τους, που νοσταλγούσε την Ιρλανδία, τους αφηγούταν παραδοσιακές ιστορίες και παραμύθια από την πατρίδα τους.
Το 1877, ο Γέιτς πηγαίνει στη Σχολή Γκόντολφιν, όπου έχει μέτριες σχολικές επιδόσεις. Ξυπνά μέσα του ο ιρλανδικός πατριωτισμός. Για οικονομικούς λόγους, η οικογένεια επιστρέφει στο Δουβλίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1880, αρχικά διαμένοντας στο κέντρο της πόλης κι έπειτα μετακομίζοντας στο προάστιο Χωθ.
Κατά τα έτη 1881-1883, ο Γέιτς τελειώνει το Λύκειο, ενώ περνάει αρκετό χρόνο του στο ατελιέ του πατέρα του, όπου και έρχεται σε επαφή με πληθώρα καλλιτεχνών και συγγραφέων του Δουβλίνου. Από το 1884 ως το 1886, φοιτά στο Metropolitan School of Art. Κατ’ αυτή την περίοδο ξεκινάει να γράφει και τα πρώτα του ποιήματα και το 1885 τα εκδίδει, μαζί με ένα δοκίμιο («Η ποίηση του Σερ Σάμιουελ Φέργκιουσον») στο Dublin University Review. Τα πρώτα αυτά ποιήματα του Γέιτς έχουν επηρεαστεί έντονα από το στιλ των Προραφαηλιτών ποιητών και την ποίηση του Πέρσι Σέλλεϊ, ενώ λίγο αργότερα στρέφεται στους μύθους, στη λαϊκή ιρλανδική παράδοση και στην ποίηση του Ουίλλιαμ Μπλέικ.
Το 1889, ο Γέιτς γνωρίζει τη Μοντ Γκον, νεαρή κληρονόμο, οπαδό του εθνικιστικού ιρλανδικού κινήματος. Φανερά γοητευμένος από την ομορφιά της, της κάνει πρόταση γάμου αρκετές φορές μέχρι το 1901, εκείνη όμως αρνείται και τελικά παντρεύεται τον εθνικιστή Τζον ΜακΜπράιντ το 1903. Ωστόσο, η μορφή της επηρέασε την ποίησή του, καθώς αποτέλεσε έμπνευση για κάποια από τα ερωτικά του ποιήματα.
Το 1896, γνωρίζει τη Λαίδη Γκρέγκορι μέσω του κοινού τους γνωστού, Έντουαρντ Μάρτιν. Η Λαίδη Γκρέγκορι ενθαρρύνει τον πατριωτισμό του Γέιτς και τον πείθει να συγγράψει θεατρικά έργα. Στο Λονδίνο έρχεται σε επαφή με την Έλενα Μπλαβάτσκι και γίνεται μέλος της Θεοσοφικής Εταιρείας, ενώ έγινε επίσης δεκτός το Μάρτιο του 1890 στο μυστικιστικό Τάγμα της Χρυσής Αυγής.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1904, ιδρύει μαζί με τη Λαίδη Γκρέγκορι και άλλους Ιρλανδούς συγγραφείς το Abbey Theatre στο Δουβλίνο, όπου παρουσιάζει θεατρικά του έργα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Η επιτύμβια στήλη του ποιητή στην ιρλανδική κομητεία του Σλίγκο
Το 1913, ο Γέιτς γνώρισε τον Αμερικανό ποιητή Έζρα Πάουντ στο Λονδίνο, ο οποίος για τα επόμενα χρόνια βρέθηκε κοντά του, εξυπηρετώντας τον εν μέρει στο ρόλο του γραμματέα. Το 1916, σε ηλικία 51 ετών, έκανε πρόταση γάμου στην κατά 27 χρόνια νεότερή του Τζόρτζι Χάιντ-Λις, με την οποία παντρεύτηκε την ίδια χρονιά και έκαναν δυο παιδιά, την Αν και το Μάικλ.
Το 1923 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για την «πάντα εμπνευσμένη ποίησή του, της οποίας η υψηλή καλλιτεχνική μορφή εκφράζει το πνεύμα ενός ολόκληρου έθνους».
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ασχολήθηκε και με την πολιτική, καθώς εκλέχτηκε στην Ιρλανδική Σύγκλητο το 1922 και το 1925. Πέθανε το 1939. Το Abbey Theatre παρέμεινε κλειστό για μια βδομάδα μετά το θάνατό του, ως ένδειξη φόρου τιμής.
Συγγραφικό έργο
Σύγχρονος του Όσκαρ Ουάιλντ, αμφιταλαντεύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στο παρακμάζον Λονδίνο των τελών του 19ου αιώνα και στην Ιρλανδία που βρίσκεται σε πλήρη αναβρασμό. Τα πρώτα του ποιητικά δείγματα βρίθουν από σύμβολα παρμένα από διαφορετικούς πολιτισμούς και παραδόσεις (κελτική μυθολογία, καθολικισμός, ελληνικοί και ρωμαϊκοί μύθοι, καββάλα), ενώ αργότερα στρέφεται προς το ρεαλισμό.
Κάποια από τα σημαντικότερα και πιο γνωστά έργα του είναι τα:
- 1889 — The Wanderings of Oisin and Other Poems
- 1902 — Cathleen ni Houlihan
- 1919 — The Wild Swans at Coole
- 1920 — The Second Coming
- 1926 — A Vision A (dated 1925)
- 1927 — Sailing to Byzantium
- 1928 — The Tower
- 1929 — The Winding Stair
- 1939 — Last Poems and Two Plays (μεταθανάτια έκδοση)
- Δευτέρα Παρουσία (Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης)
- Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει το θάνατό του (Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, μετάφραση: Θωμάς Τσαλαπάτης)
- Θάνατος (Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, μετάφραση: Θωμάς Τσαλαπάτης)
- Ταλάντευση (Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, μετάφραση: Θωμάς Τσαλαπάτης)