Χιόνης, Αργύρης
Ο Αργύρης Χιόνης (22 Απριλίου 1943 – 25 Δεκεμβρίου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής και συγγραφέας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, στα Σεπόλια, από γονείς νησιώτες, εσωτερικούς μετανάστες. Στα δεκατέσσερά του άρχισε να γράφει ποιήματα σε έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο, μιμούμενος τις μαντινάδες και τα αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, που η Κρητικιά μητέρα του τραγουδούσε. Μπήκε πολύ νωρίς στη βιοπάλη γι’ αυτό τελείωσε Νυχτερινό Γυμνάσιο (2ο Νυχτερινό Γυμνάσιο Αθηνών).
Εμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε το 1963 στο περιοδικό “Δωδέκατη Ώρα” και το 1964 στη Νέα Εστία. Το 1966, σε ηλικία 23 ετών, εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, οι “Απόπειρες φωτός”.
Το 1967, λίγο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, έφυγε στο εξωτερικό. Πρώτος σταθμός ήταν το Παρίσι, όπου εργαζόμενος σκληρά για το βιοπορισμό του (ως λαντζιέρης, φορτοεκφορτωτής κλπ.), ξεκίνησε να παρακολουθεί βραδινά μαθήματα γαλλικών.
Στις αρχές του 1968, ποιήματά του μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε έγκυρα ολλανδικά λογοτεχνικά περιοδικά. Λίγο μετά τα γεγονότα του Μάη του ’68 η μεταφράστριά του στην Ολλανδία, Maria Blijstra και ο σύζυγός της, συγγραφέας Rein Blijstra, παλιοί φίλοι του Καζαντζάκη και λάτρεις της Ελλάδας, επισκέφθηκαν το Παρίσι για ένα λογοτεχνικό συνέδριο, οπότε και συναντήθηκαν για πρώτη φορά μαζί του και τον προσκάλεσαν στο Άμστερνταμ. Μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες ο Αργύρης Χιόνης επιχείρησε το ταξίδι αυτό με πολλές δυσκολίες. Στο σπίτι των Blijstra γνωρίστηκε με τον ελληνιστή καθηγητή του Πανεπιστημίου Arnold van Gemert και την ελληνίδα γυναίκα του, που του πρότειναν να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ολλανδία, υποσχόμενοι να του βρουν δουλειά. Ο Χιόνης επέστρεψε στο Παρίσι και λίγους μήνες αργότερα έλαβε μήνυμα από την Ολλανδία ότι βρέθηκε δουλειά σε έναν εκδότη κλασικών κειμένων, οπότε έφυγε πάλι για το Άμστερνταμ.
Στο Άμστερνταμ έζησε τα επόμενα οκτώμισι χρόνια. Στην αρχή δούλεψε σκληρά, τόσο για τον βιοπορισμό όσο και για την εκμάθηση της γλώσσας. Του χορηγήθηκε υποτροφία για συγγραφή από την Εταιρεία Συγγραφέων, ενώ έγινε δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους και απέκτησε πρόσβαση στα λογοτεχνικά περιοδικά. Στο εξωτερικό εκδόθηκαν δύο βιβλία του (“Σχήματα Απουσίας” και “Μεταμορφώσεις”), ενώ βραβεύτηκαν δύο θεατρικά έργα του, “Ο Ρήτορας” και “Αυτός εκτός και εντός του κοστουμιού του”, σε διαγωνισμό που είχαν προκηρύξει για τις Κάτω Χώρες ο θεατρικός οργανισμός Sater και το λογοτεχνικό περιοδικό Soma το 1971. Τελικά διορίστηκε δάσκαλος ελληνικών στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο και παράλληλα εγγράφηκε, με κρατική υποτροφία, στη Σχολή Ιταλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ.
Το 1977 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου δούλεψε ως μεταφραστής, συνέγραψε μια σειρά παιδικών εκπομπών για το ραδιόφωνο και έκανε ένα ταξίδι στις ΗΠΑ, εκπροσωπώντας την Ελλάδα στο ετήσιο Διεθνές Συγγραφικό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Iowa.
Το 1982 προσλήφθηκε, κατόπιν διαγωνισμού, ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Το 1992 παραιτήθηκε από τη θέση αυτή και αποσύρθηκε στο Θροφαρί, ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολήθηκε ως το τέλος της ζωής του μόνο με την καλλιέργεια της γης και την ποίηση.
Ποιήματα και πεζογραφήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ολλανδικά, σερβοκροατικά και ρουμάνικα. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.
Πέθανε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου στην Αθήνα, όπου βρέθηκε -όπως κάθε χρόνο- για να περάσει με φίλους τα Χριστούγεννα του 2011.
Ο Αργύρης Χιόνης εξέδωσε το 2006 τη -μοναδική του- συγκεντρωτική ποιητική συλλογή “Η φωνή της σιωπής”, την οποία προλόγισε ως εξής:
Αν και είμαι μόλις 63 ετών και έχω εκτίσει μόνο 40 χρόνια ποίησης, αποφάσισα να προβώ στη συγκεντρωτική αυτή έκδοση των ποιημάτων μου, φοβούμενος ότι, επειδή οι θεοί αγαπούν τους νέους, δεν θα έχω τον απαιτούμενο χρόνο για να δώσω στη δουλειά μου τη μορφή που θα έπρεπε να έχει, πριν παραδοθεί στην αιωνιότητα. Αν δεν το κάνω αυτό εγώ, θα το κάνει, ίσως, κάποιος συμπαθής τυμβωρύχος (βλέπε φιλόλογος), όταν δεν θα ‘μαι πια εδώ και δεν θα μπορώ να του τραβήξω το αυτί για τις τυχόν αυθαίρετες (τι άλλο θα μπορούσαν να είναι;) αναπαλαιώσεις….