Πορφύρας, Λάμπρος
Ο Λάμπρος Πορφύρας (ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, 1879 – 3 Δεκεμβρίου 1932) ήταν ποιητής και μεταφραστής της μεσοπολεμικής περιόδου.
Ο πατέρας του λεγόταν Θεόδωρος Σύψωμος και η μητέρα του Ζηνοβία. Γεννήθηκε το 1879 στα Καρδάμυλα της Χίου και λίγα χρόνια αργότερα, μετακόμισε με την οικογένειά του πρώτα στην Ερμούπολη της Σύρου και το 1884 στον Πειραιά. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών αλλά δεν πήρε το πτυχίο λόγω βαριάς ασθένειας. Από το 1900 αφοσιώθηκε στην ποίηση και ξεκίνησε να μελετά ελληνική και ξένη λογοτεχνία κυρίως δε τους Γάλλους και Άγγλους λυρικούς, τα έργα των οποίων διάβαζε από το πρωτότυπο. Έμεινε για μικρά χρονικά διαστήματα στο Παρίσι, στο Λονδίνο και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ενώ πήρε μέρος και στην κίνηση για τη δημοτική γλώσσα και υπήρξε από τους ιδρυτές της Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης ή κίνησης οποία είχε σκοπό την επικράτηση του Σοσιαλισμού και του Δημοτικισμού.
Το 1923 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία, στην επί της οδού Ποδαλειρίου 17 οικία του στον Πειραιά, το Σάββατο, στις 3 Δεκεμβρίου του 1932. Η κηδεία του έγινε την επομένη ημέρα, Κυριακή, στις 4 Δεκεμβρίου 1932, παρόντος του Δημάρχου Πειραιά, Μιχ. Ρινόπουλου. Ο δήμαρχος είπε ότι ο Δήμος Πειραιά θα καθιερώσει στη μνήμη του Πορφύρα, λογοτεχνικό διαγωνισμό και θα ονομάσει με το όνομά του, ένα δρόμο της πόλης τους (το όνομά του, δόθηκε σε μια οδό στην περιοχή Πειραϊκή-Χατζηκυριάκειο).
Ο Πορφύρας ήταν πρώτος εξάδελφος (από την πλευρά της μητέρας του), με τον αρχιτέκτονα και Ακαδημαϊκό Δημήτρη Πικιώνη και με το δημοσιογράφο και συνιδρυτή της εφημερίδας Το Βήμα Γεώργιο Συριώτη.
Έργο
Πρώτη φορά εμφανίστηκε στα γράμματα ενώ ήταν ακόμα μαθητής, με το ποίημα του Η θλίψη του μαρμάρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάδιον το 1894 και από το 1895 συνδέθηκε με τους φιλολογικούς κύκλους στην Αθήνα. Το 1920 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Σκιές, που ήταν η μοναδική συλλογή του Πορφύρα που εκδόθηκε ενόσω ζούσε. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε, με φροντίδα του αδερφού του Θεόδωρου (σ.σ. τόσο ο πατέρας του όσο και ο αδελφός του είχαν το ίδιο όνομα – Θεόδωρος), η ποιητική συλλογή Μουσικές φωνές (1934) που τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών την επόμενη χρονιά. Το 1956 εκδόθηκαν τα Άπαντα του, με εισαγωγή για τη ζωή και το έργο του, τα ποιήματα των δύο συλλογών του, την αλληλογραφία του, κριτικά υπομνήματα σχετικά με το έργο του κ.ά.
Ο Πορφύρας έχει ασχοληθεί και με μεταφραστικό έργο.
Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος μελαγχολικός και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους και από τον βιοποριστικό αγώνα αφού είχε καλή οικονομική κατάσταση. Ήταν θαμώνας της απλής λαϊκής ταβέρνας, όπως της Φρεαττύδας του Πειραιά και στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε μεν το συμβολισμό, διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του είναι απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε, διακρίνεται από πρωτοτυπία. Όμως την ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία. Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες, είχε προσωπικούς φίλους τους λογοτέχνες Δημοσθένη Βουτυρά, Κώστα Βάρναλη, Κώστα Πασαγιάννη, Γεράσιμο Σπαταλά, Φώτο Γιοφύλλη κ.ά.
Ο Λάμπρος Πορφύρας συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά π.χ. το περιοδικό «Τέχνη», το περιοδικό «Διόνυσος», τα «Παναθήναια», «Νέα Ζωή» κ.ά.
Το μνήμα του, στο νεκροταφείο της Ανάστασης Πειραιά, φιλοτέχνησε ο εξάδελφος του αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης.