Κρατούσα μια λάμπα και κατέβαινα τη σκάλα, έπρεπε ν’ ανακαλύψω ποιος είμαι, τι είχα κάνει στο παρελθόν, και το σπίτι πώς έστεκε ακόμα, αφού εμείς είχαμε κάποτε γκρεμίσει όλους τους τοίχους, για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν,
Επίλογος (Φυσάει, Λειβαδίτης, Παπακωνσταντίνου)
Ήταν ένας νέος ωχρός. Καθόταν στο πεζοδρόμιο.
Χειμώνας, κρύωνε.
Η έκτη ημέρα (Τάσος Λειβαδίτης)
Ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας, η μητέρα είχε ντυθεί στα μαύρα, φορούσε και το καλό καπέλο της με το βέλο, «δεν έπρεπε να μας το κάνει αυτό ο Θεός» είπε, στο βάθος χλωμοί άντρες στήναν τη μεγάλη σκηνή του τσίρκου,
Σε μια γυναίκα (Τάσος Λειβαδίτης)
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω
στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες
Κανείς δεν είναι μόνος (Τάσος Λειβαδίτης)
«Ήρθα», έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο που δεν
σε περίμενε κανείς.
Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Απαγορεύεται η έξοδος (Τάσος Λειβαδίτης)
Νύχτα. Μονάχα τ’ άστρα. Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα—
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.
Ο επίλογος (Τάσος Λειβαδίτης)
Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
Ο επόμενος (Τάσος Λειβαδίτης)
Τα παιδιά κοιμόντουσαν ωχρά, δαγκωμένα απ’ τα γαβγίσματα του ταξιδιού, τα χωράφια ήταν ξέσκεπα και η μέρα τόσο γαλάζια, ο οδοστρωτήρας αγκομαχούσε τυραννισμένος απ’ τις μύγες, στις άγρυπνες νύχτες μου μάρτυς μονάχα ο Θεός κι η πεθαμένη υπηρέτρια, που ακούγοντας ένα περαστικό κουδούνι σηκώθηκε απ’ τον τάφο της ν’ ανοίξει.