Όσο θυμάμαι τη ζωή μου, δεν είχα τίποτα δικό μου, έξω απ’ το φόβο, κι ένα τουφέκι, που, νύχτα, με σημάδεψαν μ’ αυτό.
Έρημος σταθμός (Τάσος Λειβαδίτης)
Μόλις πέθανα, βγήκα απ’ το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλεγε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολούθουσαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χέρια των τυφλών, που εντούτοις άναβαν τη λάμπα,
Εξόφληση (Τάσος Λειβαδίτης)
Η παιδική ηλικία μου γλίστρησε ανάμεσα σε παλιά ερμάρια, οι αμαξάδες βλαστημούσαν καθώς παίρνανε τη στροφή, αργά, λυγισμένοι απ’ τη σκόνη κι η κοιλιά μου σκουλήκιαζε από αναρίθμητες πείνες.
Μετά Χριστόν (Τάσος Λειβαδίτης)
Να σε καρφώσουν στο σταυρό η να σταυρωθείς πάνω σ’ αυτό το τίποτα που υπήρξες είναι ο ίδιος δρόμος,
Ενέδρα (Τάσος Λειβαδίτης)
Βασίλευε ο ήλιος πίσω απ’ τους στρατώνες, οι ζητιάνοι ψάχνανε για λίγο νερό, μα όλα τα λαγήνια ήταν αναποδογυρισμένα στην πόλη Κανά, οι γυναίκες φεύγανε κλαίγοντας μέσα στο κίτρινο σούρουπο, εγώ, κυνηγημένος, μοίραζα πάνω στο λόφο το κρασί μου με ληστές και ψευδομάρτυρες, ενώ ο σταυρός δάγκωνε κιόλας την άκρη του παλτού μου.
Η τελευταία εντολή (Τάσος Λειβαδίτης)
Ερχόταν μες στη νύχτα ο θρήνος απ’ τ’ άδεια ποτήρια των αλκοολικών, αισχρές επιθυμίες με λιάνιζαν στο πλυσταριό, μα έφτανε ο ίσκιος μιας αράχνης για ν’ ανοίξει στον τοίχο ουράνιες μελωδίες,
Υστερόγραφο (Γιώργος Στογιαννίδης)
Τότε, σκέφτηκε να την πει καλοκαίρι.
Γιατί τα καλοκαίρια ανατέλλουν χαρούμενα
Η συνέχεια (Τάσος Λειβαδίτης)
Κι εδώ θα τέλειωνε η ιστορία μου, αν στο άνοιγμα της πόρτας δεν παρουσιαζόταν η Μάρθα