Εκείνο το σκούρο γαλαζωπό μονοπάτι
μέσα στο σούρουπο
σκάβει ακόμα αργά την παλάμη μου
έτσι όπως την κοιτάζω αφηρημένα
για να κρατήσω κάπου το βλέμμα μου
φορτωμένο βροχή.
Οι φωνές της θάλασσας αλαργεύουν μέσα μου
ώσπου δεν ακούγονται πια
Δεν ακούγεται τίποτε μέσα μου
μόνο τα βήματά του
ξερά
στο λιθόστρωτο.
Κι άξαφνα δε θέλω πια να προχωρήσω
Μόνο να’ ρθεις
και να με πάρεις από το χέρι.