Ένα άλογο έτρωγε
όλο το πρωί τον ουρανό
από μια οπή φαινόταν η νεκρή γιαγιά μου
φορούσε την παλιά χορταριασμένη ρόμπα της
κι έπλενε κάτι γιγάντια καζάνια
πάλι δουλειές έκανε η δύστυχη γιαγιά
δίπλα της έκλαιγε μια νεαρή Αγία
τα δάκρυα της γίνονταν μικρά χρυσόψαρα
εκείνη είχε βάλει ένα τηγάνι στη φωτιά
το λάδι τσίριζε
αλεύρωνε η γιαγιά μου τα χρυσόψαρα
και τα ‘ριχνε στο λάδι
βογγούσαν στην αρχή
μετά ησύχαζαν
κι αρχίζανε να μιλούν με τις φωνές μας.
Τι κάνεις γιαγιά στον ουρανό; της φώναξα.
– Όλη τη μέρα τηγανίζω ψάρια
για να μαθαίνω νέα σας,
τη νύχτα
με το καμένο τηγανόλαδο
ανάβω τ’ άστρα.