Το να ζω μου φαίνεται σαν ένα μεταφυσικό λάθος της ύλης, σαν μια απροσεξία της αδράνειας. Δεν κοιτάζω τη μέρα ώστε να δω αν υπάρχει κάτι που θα με διασκέδαζε από μένα και που θα μπορούσε, καθώς θα το περιέγραφα, να κρύψει με τις λέξεις το άδειο φλιτζάνι της απάρνησης του εαυτού μου. Δεν κοιτάζω τη μέρα, και αγνοώ με τη ράχη σκυμμένη αν είναι ήλιος ή απουσία ήλιου αυτό που υπάρχει έξω, στον υποκειμενικά μελαγχολικό δρόμο, στον έρημο δρόμο όπου περνάει ο θόρυβος των ανθρώπων. Αγνοώ τα πάντα και με πονάει το στήθος μου. Σταμάτησα να εργάζομαι! και δεν θέλω να κουνηθώ από εδώ. Κοιτάζω το υπόλευκο στυπόχαρτο που απλώνεται, στερεωμένο στις γωνίες, πάνω στο υπερήλικο επικλινές γραφείο. Κοιτάζω προσεκτικά τις γραμμούλες που έχουν σχηματιστεί πάνω του εξαιτίας της απορρόφησης του μελανιού ή της αφηρημάδας. Πολλές φορές η υπογραφή μου από την ανάποδη ή αναποδογυρισμένη. Μερικοί αριθμοί εδώ κι εκεί, στην τύχη.
Σκαριφήματα χωρίς νόημα που έκανα αφηρημένος. Τα κοιτάζω όλα αυτά σαν ένας άξεστος χωρικός, με προσοχή που δείχνει κάποιος σε κάτι καινούριο, με ολόκληρο τον εγκέφαλο αδρανή πίσω από τα εγκεφαλικά κέντρα της όρασης.
Νιώθω μεγαλύτερη νύστα μέσα μου απ’ ό,τι μπορώ ν’ αντέξω. Και δεν θέλω τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα για να ξεφύγω από αυτό.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=0yPMdWxSxUg&hl=en&fs=1&]