Όταν, ω σκοτεινή ομορφιά, κλειστά θα ’χεις τα μάτια
στο μνήμα με τ’ ολόμαυρο το μάρμαρο φτιασμένο,
κι όταν αντί για κλίνη σου χρυσή και για παλάτια
την κρύπτη θα ’χεις την υγρή, το λάκκο το σκαμμένο
όταν η πλάκα, σφίγγοντας τα στήθια τα δειλά σου
και τα πλευρά σου που στ’ αβρά τα πούπουλα λυγούνε,
δε θε ν’ αφήνει να χτυπά και να ποθεί η καρδιά σου,
ούτε σ’ ερώτων ραντεβού τα πόδια να πετούνε,
ο τάφος τότε που σ’ αυτόν θ’ ανοίξω την ψυχή,
–γιατί θα νιώσει πάντοτε ο τάφος τον ποιητή,–
σ’ αυτές τις άσωστες νυχτιές που ο ύπνος θα σου λείψει,
θε να σου πει «τι κέρδισες, εταίρα αστοχημένη,
που δεν εγνώρισες αυτό που κλαιν οι πεθαμένοι;»
– και το σκουλήκι θα σου τρώει τη σάρκα σα τύψη