Τα δέντρα, με τα πρώτα κρύα, φεύγουν σκυφτά στον άνεμο.
Το βράδι, ο ουρανός γίνεται μια μεγάλη κλεισμένη τζαμόπορτα.
Κει μέσα, συναγμένοι πολλοί, κουβεντιάζουν σιγανά και καπνίζουν,
γιατί βλέπουμε, πίσω απ’ τα χνωτισμένα τζάμια,
ν’ αναβοσβήνουν κάτι ασήμαντες λάμψεις.
Πότε-πότε, κάποιος πετούσε από κει πάνου το τσιγάρο του
κ’ εμείς μαζεύαμε τα δάχτυλα μας μην καούμε.
Κανένας μας δεν είχε πια λίγο χώμα δικό του,
ένα στρέμμα χωράφι ή έναν τάφο.
Από τη σειρά Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-1941)
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α’ Τόμος] (1978)