Παράπονο (Ευτυχία Γερ. Μάστορα)

Στάσου διαβάτη Παξινέ κοντά μου που διαβαίνεις
κι είναι σα να μη με θωρείς κι ούτε να με γνωρίζεις,
παλιέ μου γνώριμε ακριβέ, παλιέ καλέ μου φίλε,
που σου ’ταζα και σου ’δινα ό,τι πολύτιμο είχα,
σε σένα και στον κύρη σου, στη μάνα, στα παιδιά σου,
στον πάππου και στη νόνα σου γενιές κι αιώνες πίσω.

Ποτέ μου δεν απόκαμα, ποτέ δεν είπα «φτάνει»
κι ας μ’ έδερναν κακοκαιριές, κάψες και χιοναγέρες,
πιστά τα καλοκαίρια σου να ισκιώνω το λιοπύρι,
πιστά που ερχόταν χειμωνιά, να παίρνεις τον καρπό μου,
τον ακριβό μας θησαυρό, το ευλογημένο λάδι,
ν’ αρταίνεις τη νερολαδιά και το ψωμί το φρέσκο,
ν’ ανάβεις τη λαδοφωτιά να φέγγει στο σκοτάδι
και με το λαδοφάναρο τις νύχτες να φωτίζεις.

Στη στια να καίει το δαυλί, το τσάκνο να σπιθίζει,
να μαγειρεύει η μάνα σου το δείπνο και το γιόμα
και στο τραπέζι το ροΐ τη φτώχεια να πλουταίνει.

Στις εκκλησιές, στα μνήματα να καίνε τα καντήλια
και στου σπιτιού την κάμαρη, ψηλά στο εικονοστάσι
κι άλλο καντήλι ακοίμητο την πίστη να μετράει.

Οι πίλες σου ξεχείλιζαν κι οι ξέστες κι οι καπάσες
να τρέφεις τη φαμίλια σου, να την καλοπορεύεις
και πέρσσευε το λάδι σου να κάνεις καλοσύνες.

Κι ήταν ο μόχθος σου πολύ κι ο κόπος σου περίσσιος
κι ο ίδρωτας στο μέτωπο σαν ποταμός κυλούσε,
κι είχες τον ύπνον ελαφρύ στου αναπαμού το στρώμα.

Με βλέπεις τώρα; ρήμαξα κι η ομορφιά μου εχάθη
κι έχω πικρό παράπονο που δίνω και δεν παίρνεις
και μ’ άφησες ακλάδευτη κι αλίπαντη και χέρσα
και λόγγιασαν στη ρίζα μου τα βάτα και τα βράχλα
κι οι γρέμπες μου σωριάστηκαν και μένουν γκρεμισμένες
κι απόμεινα άγονη, άκαρπη και περιττή και στείρα.

Μα σαν τη μάνα που σχωρνά, τη μάνα που προσμένει,
μένω κι εγώ και καρτερώ κι ό,τι έχω στο χαρίζω,
την πράσινή μου φυλλωσιά να ισκιώνει το Νησί μας,
να ζωγραφίζει τη στεριά, τις θάλασσες να βάφει
κι όλοι να λέν’ «σαν τους Παξούς άλλο νησί δεν έχει».

Ευτυχία Γερ. Μάστορα, Παράπονο
Από τη συλλογή Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι (2005)
[Βλέπε σύνδεσμο για γλωσσάρι παξινής διαλέκτου]

Σχόλια