Ωραία που ήταν η περαστική
από το κοιμητήρι μου, κυρία!
Είχε μια θελκτική δειλή απειρία
στο πένθος της, μια θλίψη ελκυστική.
Τόσος καιρός κι όμως το νιώθω ακόμη
πα στη σβησμένη μνήμη να κυλά,
το βλέμμα της να πλέει σ’ υγρό λιλά–
στα κρέπια η κόμη.
Κάτω απ’ το πράο βλέμμα της τ’ αβρό,
ήμουν σεπτό ένα σκήνωμα κι ωραίο·
σαν τον ξεκρεμασμένο Ναζωραίο –
απ’ το σταυρό.
Στα μάτια της της θλίψης το κρασί
σαν σιωπηλό εκυλούσε μοιρολόι.
Κι έβρεχε μ’ ένα δάκρυ θαλασσί,
την ταπεινή μου χλόη.
Πώς άργησε, πώς άργησε να ‘ρθεί
μ’ αυτό το βήμα το μελωδικό της.
Τώρα που η νύχτα μ’ έκανε δικό της,
δεν ωφελεί αν θα κλάψει, ή θα δαρθεί.
Την πρόσμενα πριν απ’ τον μακελάρη,
πριν η ψυχή μου σκύψει, η στιβαρή,
πριν κάνω αυτό το χώμα το βαρύ –
μαξιλάρι.
Βραδιάζει… Ξεψυχούν αργά τα κρίνα
κάτω απ’ τον ουρανό το λουλακί.
Μου τραγουδάει μια νότα μαλακή –
μια καρδερίνα.