Θαρρούσα ως τώρα –φίλοι μου καλοί–
Θαρρούσα –ως τώρα–
Πως όλα βάδιζαν στη γη
με το αληθινό τους χρώμα.
Η χαρά άσπρη. Η θλίψη χλωμή.
Ο έρωτας ρόδινος.
Ο θάνατος μαύρος.
Έτσι θαρρούσα.
Και περνούσα τις μέρες μου
με τα χρώματά μου τακτοποιημένα
με τα όνειρά μου συγυρισμένα
με τα ποιήματά μου καθαρογραμμένα.
Γιατί έτσι νόμιζα.
Μα μια μέρα – φίλοι μου καλοί –
Μια μέρα. Ένα σταχτί σύννεφο
άφησε τον ουρανό του
και χύθηκε στη ζωή μου.
Ένα σταχτί μυρωμένο σύννεφο
(αλαφροπερπάτητη η Αγάπη)
ντυμένη στα σταχτιά.
Και τότε –ξάφνου!–
Όλα χάσαν τη θωριά τους.
Σταχτιά έγινε η χαρά.
Σταχτιά κι η θλίψη.
Σταχτύς κι ο έρωτας
και σταχτύς –αλίμονο– κι ο θάνατος!
Ω, σειρήνα εσύ,
εσύ που τα ‘βαψες όλα τεφρά
γιατί δεν άφησες έστω το θάνατο
–τουλάχιστον αυτόν–
να με πάρει με τ’ αληθινό του χρώμα;