Ήμουν κόκκινο πανί γι’ αυτόν
συνεχώς και με ένταση στο στόχαστρό του.
Στο διηνεκές με σκόπευε,
κι έβαζα επιτηδειότητα στους ελιγμούς, στα ξεγλιστρήματά μου,
λίγο ν’ αναβάλλεται το ξεμονάχιασμα,
που ανενδοίαστα θα έφτανε
στο επίμαχο θέμα: «Δεν μου αρκούνε τα φιλιά,
σε θέλω ολόκληρη».
Έγινε συμπτωματικά, απρογραμμάτιστα
και διαγράφηκε στην εντέλεια.
Διαγράφηκε όσο κράτησε
ο περίπατός μας στο λιμανάκι.
Μετά τη στροφή άρχιζαν οι ερημιές
και οι θάμνοι.
Ηλιοκαμένος και ντυμένος στα λευκά
έμοιαζε με φιγουρίνι.
Επέμενε να προχωρήσουμε
και ξαπλώσουμε στους θάμνους,
μέσα στη σκόνη και στο φως
που ανελέητα κυριαρχούσε.
Παράτολμος και αδίστακτος.
Όταν του αρνήθηκα, το είχα κιόλας μετανιώσει.
Αλεξάνδρα Μπακονίκα
Από τη συλλογή Παρακαταθήκη ηδυπάθειας (2000)