Γυμνή σου δίνω την ψυχή μου, να μπεις, να κατοικείς,
γυμνή σαν άγαλμα πουν καν δεν το κοσμεί το φύλλο της συκής.
Γυμνή αν το αποκορύφωμα της αναιδείας
ενός καρπού η ενός άστρου μες στον κήπο της ευδίας –
πραγμάτων τέτοιων μα και τόσων, που τηρούν με σέβας
την άπειρη ηρεμία της αμαρτησάσης Εύας.
Τα πράγματα όλα αυτά, που φτιάχνουν μέγα πλήθος
κι έχουνε καρπών, αστέρων ή και ρόδων ήθος,
δεν νιώθουνε ντροπή, να της σκεπάσουνε την άψη
με ρούχα που κανείς ποτέ δεν τόλμησε να ράψει.
Χωρίς καλύπτρα, σαν κορμί θεαίνης, σου τη δίνω,
και ως είναι: πιο λευκή και από τον άσπιλο τον κρίνο.
Γυμνή και ορθάνοιχτη σ’ τη δίνω (τι άλλο νά ’πεις;)
με όλο τον πόθο που ’χει μέσα της αγάπης.
μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής