Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά
γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει
κι η φλύαρη χελιδονοφωλιά
χορτάριασε παντέρημη και μόνη.
Του σπίνου χάθηκε η γλυκιά λαλιά,
φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι,
κι η σουσουράδα κάτω στην ακρογιαλιά
δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει.
Στης λυγαριάς τ’ ολόξερο κλαδί,
του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,
ο καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.
Με λόγια ταπεινά και σιγανά,
μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά
την Άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.