Τώρα προσμένοντας να ζωντανέψουνε μες στον καιρό τα πρόσωπά μου
επιμένοντας τα πρόσωπά μου ν’ αποκριθούν σε τούτο το κάλεσμα
το κάλεσμα ν’ ακούσουνε να σηκωθούνε απ’ τη σιωπή
προσμένοντας να ιδώ τα πρόσωπά μου να γυρίζουνε
φοβέρα κι απειλή αψηφώντας να γυρίζουνε
μες στο φεγγάρι που χωρίζει το δρόμο
σε δρόμο απ’ εδώ και σε δρόμο απ’ εκεί
να σύρουνε το μάνταλο που τρίζει
και να γυρέψουνε την πείνα τους όχι την πείνα του ψωμιού
τη ζωή τους να γυρέψουνε δίπλα στον ίσκιο του ψωμιού
προσμένοντάς τους να ’ρθουνε και να παραμερίσουνε το θρήνο μου
θρηνώ κι υπάρχω μάρτυρας
στ’ απέραντα τούτα βουνά τη νύχτα μαρτυρώντας τον αχό του τύμπανου
σε τόπους όπου η πέτρα χάνεται και το χορτάρι χάνεται
και πιο κάτω τα δέντρα χάνονται όλα μαζί και τα πρινάρια
και πιο κάτω το δάσος που υπήρχε χάνεται
τιρ-λιρ
γυρεύοντας δροσιά μέσ’ απ’ τα κάψαλα
εγώ που ξέρω αυτά τ’ αμετακίνητα βουνά
που ξέρω τι θα πει η φωνή ν’ ανασηκώνει τα βουνά
ανακαλύπτοντας την αλυσίδα των βουνών την αλυσίδα της σιωπής
την αλυσίδα του έργου που ετοιμάζεται
πέρα μακριά από τούτα τα βουνά
μες στη σιωπή
σ’ άλλα βουνά που καίνε
εγώ μονάχος ο επιζών
ο μάρτυρας εγώ
τη νύχτα τούτη μαρτυρώ
που κατεβαίνει.
Απόσπασμα από το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου «Ο επιζών» από τη συλλογή «Η νύχτα και η αντίστιξη» (1959)