Διάλογος δεύτερος (Νίκος Καρούζος)

Θάνατε, που περνάς σαν ρεύμα μες’ απ’ τις στιγμές,
κι αν λέγεσαι Σήμερα
κι αν Αύριο
κι αν Χτες:
δεν αγνοούμε.
Της φύσεως την κυκλοθυμία,
τη φρίκη των αναμνήσεων
τη φρίκη του τι επράξαμε
και των προσώπων μας το κλαίον βάθος,
δεν αγνοούμε.
Μας μένει να συνεχιστεί αυτό το πράγμα,
χωρίς να θέλουμε,
χωρίς να μη θέλουμε.
Φωτοχυσία στο κενό τα όνειρά μας.

Με δειλινά δάκρυα
υποδέχομαι τα λόγια σου.
Το πνεύμα σου προεξοφλεί,
κινείται διαγωνίως.
Δεν είδες τα ωραία δίπλα σου
στο φοβερότερο πέσιμο;
Να γυρίζεις – αυτό είναι το θαύμα -,
με κουρελιασμένα μάτια,
με φλογωμένους κροτάφους απ’ την πτώση,
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είν’ η αιτιότητα,
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα,
τα βήματα χωρίς προοπτική.
κι όμως
στη χειμωνιάτική γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ’ τα’ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις – αυτό είναι το θαύμα.

Σχόλια