Το νόστιμο μικρό τρελό μου μ’ είχε καλέσει για δείπνο, κι απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο της τραπεζαρίας αγνάντευα τις κινούμενες αρχιτεκτονικές που ο Θεός φτιάχνει με τους υδρατμούς, τις θαυμαστές κατασκευές του μη απτού. Και μονολογούσα αγναντεύοντας: «Όλες αυτές οι φαντασμαγορίες είναι σχεδόν τόσο όμορφες όσο και τα μάτια της όμορφης αγαπημένης μου, της μικρής τρελής ακόλαστης με τα πράσινα μάτια.»
Και τότε στα καλά καθούμενα νιώθω ένα βίαιο χτύπημα με τη γροθιά στην πλάτη κι ακούω μια φωνή τραχιά και γοητευτική, μια φωνή υστερική και σα βραχνιασμένη απ’ τη ρακή, τη φωνή της όμορφης μικρής αγαπημένης μου που φώναζε: «– Τι θα γίνει επιτέλους ρε γαμιόλη μπάσταρδε έμπορα σύννεφων, θα ‘ρθεις να φας τη σούπα σου;»