Χλωμό το φεγγάρι διαβαίνει ψηλά τα μεσάνυχτα.
Στους κάμπους σωρός ξαπλωμένοι, πικροί,
γελούνε με δόντια σφιγμένα οι νεκροί.
Τα μάτια γυαλένια κι ορθάνοιχτα
κοιτούν τον πλατύν ουρανό προς το φως.
Κανείς να τους κλάψει γονιός ή αδερφός!
Κι η γη που το αίμα τους πίνει κι αφήνει την άχνα
και νιώθει τα νύχια του πόνου στα σπλάχνα,
μια πράσινη σκέπη σε λίγο θα πάρει,
στους άλλους που ζουν —καλοσύνη!— να δώσει το στάρι.
Ω θεία πνοή, που στο κρίνο
περνάς ασπασμός την αυγούλα ξανθός,
συ κάμε να γίνω
λιγότερον άνθρωπος, πιότερο ανθός.