Εσείς δεν ξέρετε τι ‘ναι να κρατάς ένα κορμί
για μισή ώρα (πολλές φορές και για ένα τέταρτο)
νοικιασμένο ή αφημένο στη μοίρα του,
τι βάρος δυσβάσταχτο που έχει,
τι δύσκολα που αντέχεις το φιλί του.
Συμπυκνώνει ολόκληρη την ιστορία του
σ’ αυτό το μισάωρο,
όσους έχασε, όσα μάταια έλπισε,
το δούναι και λαβείν αυτού του κόσμου,
τι κέρδισε (τι κέρδισε;) αναλωνόμενο.
Είναι στη στάχτη τυλιγμένο.
Πάνω του εμφανή τα δάχτυλα του χρόνου,
γρατζουνιές, παλιές πληγές επουλωμένες,
άλλες πιο φρέσκες που στάζουν πύο κι αίμα,
μνήμες, σάλιο, αλλαγμένα πρόσωπα
ρημαγμένα στην αναζήτησή τους.
Το άγνωστο κορμί, λοιπόν, είναι πιο δύσκολο,
καθόλου αδιάφορο, μην ξεγελιέστε,
γιατί δεν έχει πια τι άλλο να χάσει,
άλλα δεν έχει να του πάρουν.
Γι’ αυτό και παραδίνεται σα να ‘ναι η τελευταία φορά,
με μάτια ερμητικά κλεισμένα,
σε προσφορά ολοκληρωτική χωρίς αναστολές,
χωρίς να περιμένει ανταπόδοση.
Συνοψίζει την τύχη του σ’ ένα τελευταίο φιλί,
σ’ ένα τελευταίο αγκάλιασμα
κι εγκαταλείπεται να το καταβροχθίσουν οι ύαινες.
Τα ποιήματα του δολοφόνου μου, εκδ. Νεφέλη 1986