Τα χέρια δεν λένε ποτέ ψέματα, είτε σφίγγουν
άλλα ροζιασμένα, προσπαθώντας να πούνε κάτι
για τη μοναξιά τους αδέξια,
είτε χαϊδεύουν άγνωστα δάχτυλα στη σκοτεινιά,
άμαθα από τέτοια, όπως των εργατών του Αρίωνα,
πάντα θυμίζουν κάτι.
Έχουν γνωρίσει, βλέπεις, την παγωνιά του αποχαιρετισμού,
τον ιδρώτα της αστυνομικής εφόδου,
τον τρόμο του εκβιασμού,
γι’ αυτό είναι επιεική,
με το παραμικρό δακρύζουν
-κάποτε φίλησαν τις φλέβες τους.
Κι αν πάρουν μια βραδιά το περίστροφο
κι αυτό θα γίνει με μια μετρημένη χειρονομία,
ελάχιστα θεατρική, γεμάτη νοσταλγία,
όπως όταν κλείνουμε τα μάτια μας στον ήλιο
βάζοντας γαλάζια ομπρέλα την παλάμη μας,
όπως δίνουμε όρκο σ’ έναν ξένο
πως θα τον θυμόμαστε για πάντα
κι αύριο δεν μένει τίποτα:
ούτε τα χείλη, ούτε ο ιδρώτας,
ούτε καν το τηλέφωνό του που πετάξαμε…
Η Μεταφυσική της μιας νύχτας, εκδ. Γνώση 1982