Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω από το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.
Μ’ ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ’ όλες
τις χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλα.
Κι’ η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο
του ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν’ αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου
μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Το κλειδί αυτό είν’ η συμπόνοια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα…». ολολύζει ο διάβολος :
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στο θάνατο μ’ όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα!»
Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού η διδακτικού ύφους σ’ έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριο ενός κολασμένου.
Μια εποχή στην κόλαση, εκδόσεις Γνώση, μετάφραση Νίκου Σπανιά
Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένα γλέντι όπου όλες οι καρδιές ξεφάντωναν και έρρεαν τα κρασιά άφθονα.
Ένα βράδυ πήρα την Ομορφιά στην αγκαλιά μου. – Και την ένοιωσα πικρή – και την αναθεμάτισα.
Ετοιμάστηκα για πόλεμο με τη δικαιοσύνη.
Ξέφυγα. Ω! μάγισσες, Ω! μιζέρια, Ω! μίσος, σας άφησα να φυλάξετε το θησαυρό μου!
Μπόρεσα να διώξω από το μυαλό μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα. Για να καταπνίξω κάθε χαρά χύμηξα στα ύπουλα σαν άγριο θηρίο.
Έκανα έκκληση στους δήμιους για να δαγκώσω την κάνη των τουφεκιών τους καθώς θα πέθαινα. Έκανα έκκληση στις μάστιγες, για να πνιγώ σε άμμο και αίμα. Θεός μου, η δυστυχία. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα από τον αέρα που είχε μολυνθεί από το έγκλημα. Έχω παίξει τον ανόητο μέχρι το σημείο της τρέλας.
Τώρα πρόσφατα, όταν αισθάνθηκα τον εαυτό μου λίγο πριν το κύκνειο άσμα μου σκέφτηκα να αναζητήσω το κλειδί για τα παλιά γλέντια, μήπως κι έβρισκα και πάλι την όρεξη.
Αυτό το κλειδί είναι η ευσπλαχνία. – Αυτή η ιδέα αποδεικνύει ότι ονειρευόμουν!
«Θα μείνεις μια ύαινα, κλπ …», αναφωνεί ο δαίμονας που με στέφει με τόσο ωραίες παπαρούνες. «Επιδιώξτε το θάνατο με όλες τις επιθυμίες σας, και τον εγωισμό και όλες τις θανάσιμες αμαρτίες».
Αχ! Έχω πάρει πάρα πολλά από αυτά: – Αλλά, αγαπητέ μου Εωσφόρε, σας ξορκίζω, ατενίστε με με λιγότερη οργή! περιμένοντας μερικές αργοπορημένες μικρότητες, δεδομένου ότι εκτιμάτε σε έναν συγγραφέα κάθε έλλειψη περιγραφικής ή διδακτικής αίσθησης, σας διαβιβάζω αυτές τις λίγες φρικαλέες σελίδες από το ημερολόγιο μιας καταραμένης ψυχής.
μετάφραση Λίζα Βαλασσάκη
Jadis, si je me souviens bien, ma vie était un festin où s’ouvraient tous les coeurs, où tous les vins coulaient.
Un soir, j’ai assis la Beauté sur mes genoux. – Et je l’ai trouvée amère. – Et je l’ai injuriée.
Je me suis armé contre la justice.
Je me suis enfui. O sorcières, ô misère, ô haine, c’est à vous que mon trésor a été confié !
Je parvins à faire s’évanouir dans mon esprit toute l’espérance humaine. Sur toute joie pour l’étrangler j’ai fait le bond sourd de la bête féroce.
J’ai appelé les bourreaux pour, en périssant, mordre la crosse de leurs fusils. J’ai appelé les fléaux, pour m’étouffer avec le sable, avec le sang. Le malheur a été mon dieu. Je me suis allongé dans la boue. Je me suis séché à l’air du crime. Et j’ai joué de bons tours à la folie.
Et le printemps m’a apporté l’affreux rire de l’idiot.
Or, tout dernièrement, m’étant trouvé sur le point de faire le dernier couac ! j’ai songé à rechercher la clef du festin ancien, où je reprendrais peut-être appétit.
La charité est cette clef. – Cette inspiration prouve que j’ai rêvé !
“Tu resteras hyène, etc…” se récrie le démon qui me couronna de si aimables pavots. “Gagne la mort avec tous tes appétits, et ton égoïsme et tous les péchés capitaux.”
Ah ! j’en ai trop pris : – Mais, cher Satan, je vous en conjure, une prunelle moins irritée ! et en attendant les quelques petites lâchetés en retard, vous qui aimez dans l’écrivain l’absence des facultés descriptives ou instructives, je vous détache des quelques hideux feuillets de mon carnet de damné.