ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ απλή όπως ένα σου χέρι,
γήινη, μικροσκοπική, διάφανη, τέλεια, λεία,
έχεις τις φεγγαρογραμμές και της μηλιάς τους δρόμους,
γυμνή είσαι λυγερόκορμη σαν το γυμνό το στάρι.
Γυμνή σαν τη νυχτιά της Κούβας γαλανίζεις,
μ’ αγράμπελη κι αστέρια πλέκονται τα μαλλιά σου,
γυμνή θεόρατη είσαι με χρυσαφένιο χρώμα,
σάμπως ολόχρυση εκκλησιά λουσμένη καλοκαίρι.
Γυμνή είσαι μικρούλα σαν ένα σου νυχάκι,
λιγνή, καμπύλη, ρόδινη, ώσπου η καινούργια μέρα
να γεννηθεί κι εσύ να μπεις στα έγκατα του κόσμου
σε γαλαρία στενόμακρη με της δουλειάς τα ρούχα:
κι η λάμψη σου όλη σβήνει, φυλλορροεί ντυμένη,
κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή χέρι γυμνό θα γίνει.