Μαύρος κόρακας στη βροχή (Σύλβια Πλαθ, μετάφραση: Κατερίνα και Ελένη Ηλιοπούλου)

Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
Κουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
Που στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του μες τη βροχή.
Δεν αναμένω ένα θαύμα
Ή ένα ατύχημα

Να πυροδοτήσουν την όραση
Μες τα μάτια μου, ούτε ψάχνω
Πια στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
Μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν όπως πέφτουν,

Χωρίς τελετή, ή οιωνό.

Παρόλο που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια ανταπόκριση απ’ τον βουβό ουρανό,
Δεν έχω στ’ αλήθεια παράπονο:
Κάποιο αμυδρό φως μπορεί ακόμα
Να ξεπηδήσει λευκόπυρο

Απ’ της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
Σαν μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
Κατέχει τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα
Αλλιώς ασυνεπές

Επιδίδοντάς του γενναιοδωρία, τιμή,
Κάποιος ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως, τώρα περπατώ
Επιφυλακτική (γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ’ αυτό το μουντό, ερειπωμένο τοπίο) – δύσπιστη
Παρόλ’ αυτά συνετή, αγνοώντας

Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο
Ώστε ν’ αδράξει τις αισθήσεις μου, ν’ ανασηκώσει
Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει

Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
Της απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη,
Μοχθώντας επίμονα μέσα απ’ αυτή την εποχή
Της κόπωσης,
Θα συρράψω ένα κάποιο κίβδηλο,

Περιεχόμενο. Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν σ’ αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
Τεχνάσματα ακτινοβολίας θαύματα. Η αναμονή άρχισε ξανά,

Η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι’ αυτή τη σπάνια, τυχαία κάθοδο.

Σχόλια