Με τον ίδιο τρόπο που το δίχως νου διαμάντι φυλά
Μια σπίθα απ’ τις αρχέγονες φωτιές του πλανήτη
Παγιδευμένες για πάντα στο δίχτυ του από πάγο,
Δεν είναι της αγάπης η τελευταία έξαψη που η ποίηση κρατά,
Αλλά το ίχνος της αγάπης που το ανέσυρε
Από τη σιωπή: Έτσι αν το λαμπρό κάρβουνο της αγάπης του
Αρχίσει να σιγοκαίει, ο ποιητής ακούει τη φωνή του
Ξαφνικά ζορισμένη −σαν ενός τραγουδιστή στην αίθουσα του μπαρ−
Να κομπάζει με το δικό του πελώριο αίσθημα, ή σκεπασμένη
Από βιολιά· αλλά αν εκφράσει ένα πιο στέρεο φως, γνωρίζει
Πως ο ανόθευτος στίχος, όταν επιτέλους έρθει, θ’ ακούγεται
Σαν μια βουνίσια πηγή, ανώνυμη και γαλήνια.
Κάτω απ’ τον γαλάζιο ουρανό που μας ξεχνά, το νερό
Τραγουδά το Τίποτα, όχι τ’ όνομά σου, ούτε το δικό μου.