Μόλις εμπήκε ο Ήρωας στου δάσους τη γαλήνη
Και ψάχνοντας, τα φοβερά τ’ αχνάρια ακολουθούσε,
Μονάχα ένας βρυχηθμός την πάλη τους προδίνει.
Έδυσε ο ήλιος, χάθηκε∙ σιγή παντού κρατούσε.
Ανάμεσα στις αγκαθιές, τα βάτα, τα χωράφια,
Έντρομος παίρνει ο βοσκός της Τίρυνθας το δρόμο
Κι όταν κοίταξε πίσω του, με τρομαγμένα μάτια,
Βλέπει στου δάσους την αρχή θεριό, μεγάλο τρόμο.
Βγάζει κραυγή το φόβητρο σαν είδε της Νεμέας,
Που σ’ ένα αιμάτινο ουρανό άνοιγε τ’ άγριο στόμα
Και δόντια, χαίτη ανάστατη γίνονταν ένα σώμα,
Τι ο ίσκιος, που όλο μάκραινε στου σούρουπου την ώρα,
Καθώς το σώμα του Ηρακλή η λεοντή το ντύνει,
Θεριό μπερδεύει μ’ άνθρωπο, κι Ήρωα τέρας δίνει.