Ο μαύρος της κάλυκας (Φερνάντο Αρραμπάλ, μετάφραση: Αλέξανδρος Σκάγιαννης)

Λικνίζοντας την άγρια επιθυμία
++++++παλίρροιας παράφορης
Σκαλίζω τον χιτώνα της
++++++και τον διακορεύω.

Στις μάχες έμπειρη
++++++που φέρνουν καταιγίδα
Πυρπολεί την καρδιά μου
++++++με στρόβιλους φωτιάς

Προκλητική και λάγνα
++++++η γλώσσα της μ’ αγγίζει
Σκύβει στο τόξο μου
++++++και το τρυγά.

Μέσα στις δίνες τις στυφές
++++++του μαύρου της κάλυκα
Καθρεφτίζομαι, πεθαίνω
++++++μεθάω και πνίγομαι.
Μοσχοβολώντας μυστήριο
++++++σουλτάνα αινιγματική
Εκτελεί τη συνταγή
++++++των σκληρών συγκινήσεων.

Το δωμάτιο σκοτείνιασε από ερέβη φλογερά
απ’ τη μαύρη αρρώστια την υγρή μας ένωση.

Ύστερα έρχεται το βάναυσο αντίο
++++++μετά τον άγριο πυρετό και τους σπασμούς:
Κάθε αγάπη είναι βάρβαρη
++++++κάθε λήθη πικρή.

Σχόλια